Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
AΠΕ
Σε σημείο καμπής η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ στην χώρα μας
Παρασκευή, 02/03/2018

Το τοπίο για τις ΑΠΕ από το 2006 και τον περίπου «ιδρυτικό» τους για την χώρα μας τότε ν. 3468 έχει αλλάξει ριζικά. Από την εποχή της ανέφελης ανάπτυξης και των προσδοκιών για τις προοπτικές τους στη χώρα μας, έχουμε ιδίως από το 2012 και μετά περάσει σε μια εποχή ενδοσκόπησης ως προς τις πραγματικές δυνατότητες που υπάρχουν. Και αν μεν φανερά ουδείς αμφισβητεί την αναγκαιότητα των ανανεώσιμων για ένα βιώσιμο περιβάλλον, στην πράξη τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά. Το λόμπυ των ορυκτών καυσίμων που πρωτίστως βάλλεται από την ανάπτυξη των ΑΠΕ, έχει στοιχηθεί πίσω από τις περιοριστικές οικονομικές πολιτικές που συστηματικά κλονίζουν το επενδυτικό κλίμα ώστε να ανακόψει τις ανανεώσιμες επενδύσεις με μόνιμη επωδό την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τις κρίσεις και την ύφεση, ξεχνώντας ωστόσο πως η κλιματική αλλαγή για την οποία κυρίως ευθύνεται, επιφέρει ήδη ολοένα και μεγαλύτερα κόστη σε όλους μας και μάλιστα με τελική κατάληξη την απόλυτη καταστροφή μας.

Ο ευρωπαϊκός στόχος της χώρας μας για το 2020 αφορά συμμετοχή των ΑΠΕ 18% στο συνολικό ενεργειακό μας μίγμα. Σήμερα προσεγγίζουμε το 16% αλλά δεν φαίνεται μέχρι το 2020 να ξεπερνούμε το 17%. Και τούτο διότι από το 2013 που φθάσαμε το 15%, η πρόοδος είναι σημειωτόν. Για την εξέλιξη αυτή ευθύνονται μια σειρά από πολιτικοί, οικονομικοί και τεχνικοί λόγοι. Ξεκινώντας από το τεχνικό μέρος, πράγματι η ανάπτυξη των ΑΠΕ σε υψηλές διεισδύσεις χωρίς όμως δυνατότητες αποθήκευσης της κυμαινόμενης παραγωγής τους επιφέρει περιορισμούς στην ενσωμάτωση τους κάθε στιγμή στο ισοζύγιο ισχύος. Οπότε η αγορά φαίνεται να τηρεί στάση αναμονής ιδίως ως προς την δυνατότητα των τεχνολογιών αποθήκευσης να προσφέρουν λύσεις σε οικονομικά βιώσιμο επίπεδο. Εδώ δυστυχώς προστίθενται αρνητικά και οι δυσμενείς γενικοί οικονομικοί όροι που επικρατούν στο επενδυτικό κλίμα, με χαρακτηριστικότερη την έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδοτήσεων. Τέλος έρχεται το πολιτικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να είναι σταθερό και φιλικά προσκείμενο στις ανανεώσιμες επενδύσεις κάτι που δεν ήταν και παραμένει να μην είναι πάντοτε δεδομένο.

Σε κάθε περίπτωση τώρα έχουμε μπροστά μας ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς υπό την κωδική ονομασία Target Model ή Μοντέλο Στόχος και που φαίνεται μάλλον καταλληλότερο για συμβατικές μονάδες, που μπορούν δηλαδή να προγραμματίζουν χωρίς ενδογενή στοχαστικότητα την παραγωγή τους οπότε και να την διαπραγματεύονται με τρίτους στα πλαίσια του Χρηματιστηρίου Ενέργειας χωρίς συστηματική ανάγκη συνεχούς διόρθωσης των θέσεων τους ή πρόκλησης, άρα και αποζημίωσης, δαπανηρών αποκλίσεων. Μέσα από τις πολλαπλές αγορές που το Μοντέλο Στόχος θα περιλαμβάνει (προθεσμιακή αγορά διμερών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης με φυσική παράδοση, προημερήσια αγορά, ενδοημερήσια αγορά και αγορά εξισορρόπησης), παρέχεται η δυνατότητα στις θερμικές μονάδες να αξιοποιούν και να τιμολογούν κάθε μορφής υπηρεσία που δύνανται να παρέχουν στο σύστημα σε ενέργεια αλλά και ισχύ. Εκτίμηση μας είναι πως μέσα από τις διαμορφούμενες νέες αυτές αγορές οι θερμικές μονάδες θα επιτύχουν σημαντικά περισσότερα έσοδα σε σχέση με το σημερινό μοντέλο, ιδίως στο κομμάτι της αγοράς εξισορρόπησης ενέργειας και ισχύος.

Σε ότι αφορά τις ΑΠΕ, δηλαδή τα νέα έργα που εντάσσονται στο μοντέλο και θα λειτουργούν βάση των διατάξεων του ν. 4414/2016 και εφεξής, υπό την επιφύλαξη των περιθωρίων ανοχής (tolerances) που θα ισχύσουν με αποφάσεις ΡΑΕ ως προς το από ποιο επίπεδο και άνω ορίζεται κάτι ως απόκλιση στις προγραμματισμένες εγχύσεις τους, στο Target Model δεν παρέχονται δομικές διαφοροποιήσεις ελαστικότερης διαχείρισης της ενδογενούς στοχαστικότητας τους σε σχέση με τις συμβατικές μονάδες. Με απλούστερα λόγια, οι νέες επενδύσεις ΑΠΕ καλούνται να ανταγωνιστούν με όρους χρηματιστηριακής αγοράς τα ορυκτά καύσιμα επιφορτιζόμενες την ενδογενή αστάθεια του καιρού, κάτι που συνεπάγεται οικονομικό κόστος μέσω των αποκλίσεων που επιφέρει. Όσο μάλιστα οι τιμές των εκπεμπόμενων ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, με τις οποίες επιφορτίζεται το μεταβλητό κόστος των θερμικών σταθμών, υπολείπονται της τιμής των 30 ευρώ/τόνο που θεωρείται εύλογη από τον ΟΟΣΑ για την περιβαλλοντική ζημία που προκαλούν (σήμερα στο ευρωπαϊκό σύστημα ETS μετά βίας η τιμή προσεγγίζει τα 10 ευρώ/τόνο), τόσο περισσότερο δύσκολη φαντάζει η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων διείσδυσης των ανανεώσιμων του 2030 ή και του 2050. Απόσταση να διανυθεί υπολείπεται και στο κεφάλαιο της αποθήκευσης ενέργειας ως οριστική λύση στο μειονέκτημα της στοχαστικότητας των ανανεώσιμων, αφού το κόστος της σήμερα αν και σημαντικά μειωμένο σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, αν συμπεριληφθεί στις προσφορές τους για συμμετοχή στην αγορά τις καθιστά de facto ακριβότερες σε σχέση με τις θερμικές μονάδες.

λοιπόν οι διαμορφούμενες προκλήσεις στις νέες ΑΠΕ είναι πολλές και ουσιαστικές καθιστώντας το τοπίο μάλλον δύσκολο για την πλειονότητα τουλάχιστον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν χαίρουν οικονομιών κλίμακας. Οι αποφάσεις για επενδύσεις σε νέα έργα ΑΠΕ απαιτούν πλέον εξειδικευμένες προηγουμένως μελέτες σκοπιμότητας με προσομοιώσεις συμμετοχής τους στην αγορά και βεβαίως ακόμα και όταν τα έργα κρίνονται κατάλληλα προς υλοποίηση, η ίδια η καθημερινή συμμετοχή τους στο Χρηματιστήριο Ενέργειας προϋποθέτει ανθρωποώρες εξειδικευμένης εργασίας άρα και επιπλέον κόστος. Σε ότι λοιπόν αφορά λοιπόν τους μικρομεσαίους στις νέες ΑΠΕ, ίσως έφθασε η ώρα και στην χώρα μας για πολυσυμμετοχικές – συνεταιριστικές αναπτύξεις έργων, αφού το μέγεθος αλλά και η γεωγραφική διασπορά ενός χαρτοφυλακίου μονάδων μπορούν να αμβλύνουν τα κόστη και τις προκλήσεις σε σημαντικό βαθμό. Στην ΕΕ για παράδειγμα λειτουργούν ήδη 1.234 τέτοιες συνεταιριστικές επιχειρήσεις με 300.000 συνολικά μεριδιούχους καταλαμβάνοντας αξιόλογα μερίδια αγοράς στις ανανεώσιμες. Σε διαφορετική περίπτωση φαίνεται πως η αγορά των νέων ΑΠΕ θα περιοριστεί σε λίγους μεγάλους και διεθνείς ομίλους, υπό την επιφύλαξη βεβαίως τεχνολογικών αλλαγών που ενδέχεται να αλλάξουν και πάλι τον ρου της ιστορίας τους.