Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Προϋπολογισμός για κάθε γούστο…
Τετάρτη, 03/10/2018

Ποικίλες αντιδράσεις προκαλεί στους παράγοντες του εγχώριου επιχειρείν το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2019. Στο προσκήνιο, φυσικά, το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων που «καίει», γι’ αυτό και εικάζεται πως θα έχουμε διαφορετικές εκδοχές, στο επίσημο προσχέδιο, με άλλο περιεχόμενο για τις Βρυξέλλες και ξεχωριστό για την εσωτερική κατανάλωση. Η Κυβέρνηση δίνει «αντιπαροχή» στους θεσμούς, τα αντίμετρα μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων για την αναστολή του μέτρου μείωσης των συντάξεων, αφού ο δημοσιονομικός χώρος του 2019 δεν επαρκεί και για τα δύο, εκτιμά ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ και του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης. «Οι μικρομεσαίοι της αγοράς από σεβασμό στους συνταξιούχους και μόνο, δεν θα μπούμε ούτε αυτή τη φορά στη διαδικασία του «κοινωνικού αυτοματισμού» που επιχειρείται να δημιουργηθεί από τη μεταμνημονιακή ανταλλαγή των μνημονιακών μέτρων και αντιμέτρων», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Όπως σημειώνει,  ειδικότερα, ο κ.Κορκίδης, το προσχέδιο με περικοπή συντάξεων και αντίμετρα είναι αυτό που θα κατατεθεί επίσημα στις 15 Οκτωβρίου στην Κομισιόν, αλλά οι κυβερνητικές δηλώσεις αναδεικνύουν τη κατάθεση ενός προϋπολογισμού με διαφορετικές εκδοχές για τις εντός και εκτός Ελλάδος εντυπώσεις. Στο παρόν προσχέδιο πάντως, οι περικοπές στις συντάξεις ενσωματώνονται όπως άλλωστε και τα ψηφισμένα αντίμετρα. Στη βάση του πρωτογενούς υπερπλεονάσματος το οποίο κατά τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει, ότι το «κούρεμα των συντάξεων» είναι δημοσιονομικά αχρείαστο, σημειώνει. Για την αξιοπιστία όμως αυτών των αλλαγών, θα πρέπει βεβαίως να πειστούν οι δανειστές, το Eurogroup και οι αγορές, μέχρι τον Δεκέμβριο. Από τη δεύτερη αξιολόγηση, προσθέτει ο κ.Κορκίδης, κακώς υπάρχει ένα ψηφισμένο μέτρο με περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων, για το οποίο γίνονται διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με τις δικές τους θέσεις και εκτιμήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019. Οσο διαρκούν οι διαβουλεύσεις και το μέτρο δεν έχει ακυρωθεί με νέες διατάξεις νόμου, η κυβέρνηση φαίνεται πως αποφεύγει τη γραμμή ρήξης με τους δανειστές και τις αγορές. Ετσι, προσθέτει, υπάρχει ένα «σενάριο» με πιθανή εφαρμογή των «μέτρων και αντιμέτρων», για να δείξει ότι αυτό δεν επηρεάζει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Και υπάρχει και η γνωστή βούληση της κυβέρνησης, που λέει ότι δεν θα υπάρχει η περικοπή των συντάξεων, αφού μπορεί να αξιοποιηθεί για τον λόγο αυτό, ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται το 2019. Οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι εάν δεν εφαρμοστούν οι περικοπές στις συντάξεις και τα αντίμετρα των 1,9 δις ευρώ του Μεσοπρόθεσμου, αλλά υποκατασταθούν από το πακέτο των 766 εκ. ευρώ της ΔΕΘ, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 υπερκαλύπτει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ και επομένως ενισχύονται τα κυβερνητικά επιχειρήματα. «Οσο μάλιστα η κυβέρνηση θα συζητά τα δύο διαφορετικά σενάρια στο ελληνικό Κοινοβούλιο, με τη κατάθεση του διττού προσχεδίου, οι συνταξιούχοι θα συνεχίζουν να αγωνιούν και ο ΥΠΟΙΚ θα επιχειρεί να πείσει τους ευρωπαίους ομολόγους του στο Eurogroup», καταλήγει ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ.

Την ίδια ώρα, όσον αφορά το θέμα της περικοπής συντάξεων, ο Πρόεδρος του ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, ξεκαθαρίζει και εκείνος ότι δεν είναι αναγκαία η περαιτέρω μείωσή τους, καθώς εκτός των άλλων, «θα επιφέρει πλήγμα στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών που τόσο έχει ανάγκη η αγορά». Πάντως, ο κ.Μίχαλος υποστηρίζει ότι το προσχέδιο του πρώτου μετα-μνημονιακού προϋπολογισμού δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς μεταξύ άλλων προβλέπει μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Στα θετικά του, σημειώνει, θα πρέπει να πιστωθεί η πρόβλεψη για μείωση της φορολογίας διανεμομένων κερδών που αποτέλεσε πρόσφατη απόφαση, καθώς και η μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων από το 29% στο 28%. Και κυρίως, η αύξηση κατά 550 εκ. ευρώ του κονδυλίου για το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, το οποίο αποτελεί την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της οικονομίας. Κατά τον κ.Μίχαλο, μπορεί ως μεγέθη, οι προβλέψεις αυτές, να μη δίνουν οριστικές λύσεις στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς, ωστόσο, αποτελούν ένα πρώτο βήμα για τη χάραξη μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής που θα μας βάλει σε νέους δρόμους… Οψόμεθα!