Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Αλλάζει άρδην το τοπίο στην ενέργεια
Κι εμείς πληρώνουμε το ρεύμα ακριβό...
Πέμπτη, 15/11/2018

Aλλάζει άρδην το ενεργειακό μείγμα της χώρας. Ο λιγνίτης, που επί δεκαετίες στήριξε την εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή και ηλεκτροδότηση περιορίζεται ως το 2030 στο 17%, οι ΑΠΕ και το φυσικό αέριο γίνονται τα βασικά καύσιμα της νέας εποχής, όπως την οραματίζεται το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Πρόκειται για ένα  σχέδιο αρκετά εναρμονισμένο με τη νέα πολιτική της ΕΕ για την Καθαρή Ενέργεια. Απουσιάζει όμως από το σχέδιο αυτό  η μέτρηση του κόστους μετάβασης στο νέο μοντέλο, όπως απουσιάζει και από τα αντίστοιχα σχέδια της ΕΕ.

Μία σταθερή,  εγχώρια αλλά «βρώμικη» πηγή ενέργειας  αντικαθίσταται πρόωρα από άλλες καθαρότερες μεν, αλλά διακοπτόμενης και όχι πάντα προβλέψιμες  μορφές ενέργειας υψηλότερου κόστους,  καθώς και  με εισαγόμενο καύσιμο.

Το νέο μοντέλο, δεν το κρύβει άλλωστε ούτε η ΕΕ, είναι κατά πολύ ακριβότερο του σημερινού και τεχνολογικά ανώριμο. Φέρει όμως την προσδοκία – κατ’ άλλους ευχολόγιο- ότι όταν η τεχνολογία εξελιχθεί και  όταν ωριμάσει, τότε μπορεί να γίνει λιγότερο κοστοβόρο και πιο αποτελεσματικό.  

Πολύ πρόσφατα, ο διευθύνων σύμβουλος του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας  Fatih Birol, δήλωσε ότι παγκοσμίως  το 2018 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα αυξηθούν εκ νέου, μετά από το ρεκόρ του 2017 και αφού τα προηγούμενα χρόνια είχαν μείνει στάσιμες. Και όλα αυτά, παρά τις τεράστιες επενδύσεις στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας όλων των τελευταίων χρόνων.

Με άλλα λόγια, ούτε ο πρώτος στόχος, της μείωσης του CO 2, έστω και της συγκράτησής του- έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, παρά την τεχνολογική εξέλιξη και της δεκαετούς, ίσως και περισσότερο, επιδότησης των εναλλακτικών τεχνολογιών.  

Η επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση στο σύστημα ηλεκτρισμού της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, είναι σίγουρο ότι φέρνει πολλές αλλαγές προς πολλές κατευθύνσεις.  

Θα πρέπει όμως πολύ προσεκτικά να καταμετρηθεί  και το κόστος, άμεσο και έμμεσο, αυτών των αλλαγών, που τουλάχιστον για το  ορατό μέλλον προδιαγράφεται ιδιαίτερα υψηλό για το ελληνικό σύστημα. Ταυτόχρονα θα πρέπει να προσμετρηθεί και το κόστος  της εξάρτησης από εισαγόμενο καύσιμο με αυξανόμενη συμμετοχή στο σύστημα, με τιμές, που  όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο, διαμορφώνονται σε ελεύθερες αγορές.  

Η εξάρτηση  θα γίνει δε πολύ πιο ουσιαστική αν επαληθευτεί το σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που «βλέπει» την Ελλάδα μετά το 2030 ίσως και νωρίτερα,  ελλειμματική και εξαρτώμενη όχι μόνον από εισαγωγές πρώτης ύλης αλλά και από εισαγωγές ηλεκτρισμού.

Αν αυτό είναι το ζητούμενο, δηλαδή μία χώρα από αυτάρκης ή σχεδόν αυτάρκης στον ηλεκτρισμό και με σχετικά ανταγωνιστικές τιμές,  να μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα ακριβής ενέργειας- γιατί θα την πληρώνει πολύ ακριβά όταν θα εξαρτάται από αυτήν-  τότε τα σχέδια επιτυγχάνουν.

Είναι αδύνατον όμως να διακρίνει κανείς πώς διασφαλίζεται το συμφέρον του τόπου μέσα από τέτοιες επιλογές, πώς θα έλθει η ανάπτυξη της οικονομίας με ακριβό ρεύμα και πώς θα ανταπεξέλθει ο ‘Ελληνας καταναλωτής……  μέχρι το ευρωπαϊκό όραμα για μία προσιτή αγορά ηλεκτρισμού χωρίς ρύπους να γίνει πραγματικότητα.