Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Περί "Γερμανικής Ευρώπης"
Τρίτη, 30/04/2019

Καθώς οι ευρωεκλογές θα ζυγώνουν και οι εμφανίσεις των υποψηφίων θα πυκνώνουν θα αρχίσουμε να ακούμε και πάλι για τη «γερμανική Ευρώπη». Το ερώτημα όμως είναι τι σημαίνει αυτό; Ειδικά τώρα που η Μέρκελ μπορεί και να πάει «Home» και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είναι ο κακός υπουργός, που προσφερόταν για κάθε είδους κακόγουστη γελοιογραφία, που θα τον παρουσιάζει ως τέρας ή ως αξωματικό του γερμανικού στρατού. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο γερμανικός τρόπος της λειτουργίας της Ευρώπης δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα της Μέρκελ ή του Σόιμπλε.


Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με τον όρο, αν θέλει να συνεχίσει να τον χρησιμοποιεί, θα πρέπει να ανατρέξει στην πρόσφατη μεταπολεμική ιστορία και να δει αφενός πώς οικοδομήθηκε το γερμανικό κράτος μετά το 1945, αλλά και πώς αυτό το μοντέλο αποτέλεσε τελικά το πρότυπο για την ίδρυση μιας σειράς ευρωπαϊκών θεσμών. 
Μπορεί κάποιοι να θεωρούν ότι ο ναζισμός είναι κάτι πολύ μακρινό και ότι οι σημερινοί 20άρηδες δεν ασχολούνται με το τι έγινε στον μεσοπόλεμο και αργότερα μέχρι το 1945.

Ομως δεν είναι καθόλου έτσι.

Η σύγχρονη μεταπολεμική Γερμανία οικοδομήθηκε πάνω στην αποδοχή της άποψης ότι και ο λαός μπορεί να κάνει λάθος. Ο λαός μπορεί να ψηφίσει και να λατρέψει ακόμα και ένα Χίτλερ. Αρα το κράτος θα πρέπει να παραδοθεί στα χέρια των ειδικών, που θα εμποδίσουν ξανά τέτοιες παρεκτροπές. Η σχεδόν απόλυτη ανεξαρτησία της Μπούντεσμπανκ, τα μεγάλα περιθώρια παρέμβασης του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου που λειτουργεί συχνά ως ελεγκτής αλλά και διορθωτής των αποφάσεων της πολιτικής, η ύπαρξη «σοφών» και ειδικών που υποδεικνύουν τις αποφάσεις για την οικονομία, χωρίς να υπολογίζουν πάντα πολιτικό και κοινωνικό κόστος, έχοντας ως πρώτο μέλημα τα κέρδη της γερμανικής βιομηχανίας εκεί ακριβώς αποσκοπούσαν.

Νομικοί και οικονολόγοι επεδίωξαν να κατοχυρώσουν θεσμικά δικλείδες ασφαλείας απέναντι στα πιθανά «λάθη» της πολιτικής αλλά και των ίδιων των πολιτών. Συνεπώς οι πολιτικοί σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν ως διεκπεραιωτές αποφάσεων των τεχνοκρατών και αυτό με την πάροδο του χρόνου έχει γίνει αποδεκτό συνειδητά ή ασυνείδητα από τους πολίτες ως κάτι το απολύτως αυτονόητο.

Ακριβώς έτσι θέλησαν οι τεχνοκράτες στο Βερολίνο να οικοδομήσουν και την «ενωμένη Ευρώπη». Με ειδικούς, οικονομολόγους, νομικούς, τεχνοκράτες που θα αποφασίζουν ψυχρά χωρίς συναισθηματισμούς και πολιτικές «σκοπιμότητες». Και καλό θα είναι να μην ξεχνάμε ότι όλα ξεκίνησαν από την «κοινή αγορά».

Βεβαίως το πρόβλημα τέτοιων μηχανισμών δεν είναι μόνο ότι αδιαφορούν παντελώς για τις κοινωνικές εξελίξεις, τις λαϊκές διαθέσεις και τις πολιτικές επιπτώσεις των πράξεών τους. Το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι από ένα σημείο και μετά μετατρέπονται από «εργαλείο» σε αυτοσκοπό και δρουν στην λογική της αυτοεπιβεβαίωσής τους και της αυτοσυντήρησής τους. Το να μετατρέπεται η «πολιτική» σε ένα δαίδαλο κανονιστικών διατάξεων, ρυθμίσεων, οδηγιών και νομικών ερμηνειών δεν δυσκολεύει απλά την κατανόησή τους από τους πολίτες. Ουσιαστικά τους απαγορεύει να έχουν ενεργό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων και τους υποχρεώνει να παραδίδουν την «εξουσία» τους σε αντιπροσώπους, που κι αυτοί με τη σειρά τους είναι απολύτως εξαρτημένοι από τους «ειδήμονες». Οι βουλευτές και ακόμα περισσότερο οι ευρωβουλευτές, που ψηφίζουν για θέματα για τα οποία δεν είναι δυνατόν να έχουν πλήρη γνώση είναι ένα κλασσικό παράδειγμα λειτουργίας αυτού του μοντέλου. 

Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το κίνητρο ήταν αγαθό, να αποτραπεί δηλαδή η παρεκτροπή της δημοκρατίας σε αυταρχισμό, να εμποδιστεί η εκμετάλλευσή της από επίδοξους δικτάτορες, το αποτέλεσμα ήταν να υψωθεί ένα επίσης αυταρχικό πλαίσιο εκτός πολιτικής και τελικά και εκτός ελέγχου. Μπορεί ο λαός να ελέγξει την Μπούντεσμπανκ ή την ΕΚΤ; Να την καλέσει σε λογοδοσία; Είναι δυνατόν να μην μπορούν να αμφισβητηθούν αποφάσεις δικαστών που έχουν πολύ σαφή πολιτικά αποτελέσματα; Δεν είναι αυτό το αίσθημα της ασφυξίας απέναντι σε «α-πολίτικους» θεσμούς που εκτρέφει αμφιβολίες για την ποιότητα της δημοκρατίας και μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο όπλο στα χέρια δημαγωγών;

Είναι προφανές ότι στα γρανάζια αυτής της γιγαντιαίας μηχανής έχει μπει πια πολλή άμμος.  Γιατί μπορεί η απαξίωση της «πολιτικής» να ευνοεί την τεχνοκρατική «διακυβέρνηση» αλλά όλα έχουν τα όρια τους. Ειδικά όταν οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι ούτε η ψήφος τους, ούτε η γνώμη τους έχουν κανένα σημαντικό αντίκρυσμα.
Από την άλλη όλοι φαίνεται να φοβούνται το ενδεχόμενο αυτή η μηχανή να κλατάρει. Κι όταν λέω όλοι εννοώ όλες τις πολιτικές δυνάμεις αριστερές και δεξιές. 
Αυτό το «γερμανικό» μοντέλο που συνειδητά μιλά για «διακυβέρνηση», ταυτίζοντάς την σε μεγάλο βαθμό με τη διοίκηση και τη διεκπεραίωση είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί. Γιατί κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει με πολίτες αδρανείς, που απλά θα επιλέγουν μεταξύ «ειδικών» ή απλά συμπαθητικών προσώπων μια φορά στα πέντε χρόνια, ελπίζοντας απλά σε κάποιες καλύτερες κανονιστικές αποφάσεις. 

Αν λοιπόν κάποιος θέλει να «τα βάλει» με τη «γερμανική» Ευρώπη, καλό θα είναι να εμβαθύνει λίγο σε σχέση με τα παραπάνω και όχι απλά να πετάει κορώνες κατά πρώην ή νυν πολιτικών στο Βερολίνο.