Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
H μικρή μας η Ευρώπη
Πέμπτη, 09/07/2020

Ενας Γερμανός διπλωμάτης προέβλεπε πρόσφατα ότι αν τον πρόεδρο Τραμπ διαδεχτεί... πάλι ο Τραμπ τότε θα πρέπει να αποχαιρετίσουμε τον όρο «Δύση» με την έννοια που τον χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα. Θα ήταν καλό να το έχουν κατά νου αυτό οι Ευρωπαίοι ηγέτες, που θα συναντηθούν πριν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στις 17 Ιουλίου στις Βρυξέλλες. Η σημερινή πραγματικότητα δείχνει να επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο κόσμος, που γνωρίζαμε μέχρι πριν από μερικά χρόνια έχει αλλάξει ριζικά, αλλά η Ευρώπη μοιάζει να πιστεύει ότι μπορεί να βολευτεί και να πορευτεί με το μοντέλο άλλων δεκαετιών.

Ακόμα πιο προβληματική γίνεται η κατάσταση μετά την πανδημία, η οποία φαίνεται να ενισχύει περαιτέρω τάσεις απομονωτισμού και προστατευτισμού και δημιουργεί νέες προκλήσεις, ζητώντας νέες απαντήσεις.

Η απόσυρση των ΗΠΑ

Η απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από μια σειρά περιοχές του πλανήτη όπου λειτουργούσαν ως κυρίαρχος και «χωροφύλακας» ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά τη θητεία του σημερινού προέδρου και δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια αλλαγή αυτής της στάσης. Το μόνο ζητούμενο είναι η ταχύτητα, που θα συμβεί αυτό. Οι ΗΠΑ έχουν σε κάθε περίπτωση εμποτιστεί από τη λογική του ανταγωνισμού με την Κίνα, η οποία από τη μεριά της αποτελεί ένα νέο παίκτη, ο οποίος έχει αποφασίσει να επεκταθεί σε περιοχές που μέχρι πρότινος ήταν έξω από την ακτίνα δράσης της. Το Πεκίνο είναι ίσως ο πιο σημαντικός παίκτης-επενδυτής στην σημερινή Αφρική για παράδειγμα. Κατά το διάστημα της πανδημίας είδαμε την κινεζική προσπάθεια να εμφανιστεί ως ένας «αφιλοκερδής αρωγός» σε μια σειρά από ηπείρους από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική, προσφέροντας υλική αλλά και ανθρώπινη βοήθεια. Δε μπορεί να αγνοήσει κανείς δημοσκοπήσεις στην γειτονική μας Ιταλία για παράδειγμα, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού, θεωρεί ότι έτυχε περισσότερης στήριξης από το Πεκίνο από ότι από τις Βρυξέλλες.

Αυταρχισμός high-tech

Το μοντέλο της Κίνας είναι αυτό μιας αυταρχικής κυβέρνησης παλαιού τύπου, που αξιοποιεί όμως στο έπακρο τις «απεριόριστες» σύγχρονες τεχνολογίες και για αυτό και φαντάζει για πολλούς ως η πραγματική μέλλουσα «υπερδύναμη» του πλανήτη.

Το μοντέλο μιας αυταρχικής διακυβέρνησης, που θυμίζει κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά υποτάσσεται πλήρως στους κανόνες της σκληρής και χωρίς οίκτο αγοράς, με τις όποιες ιδιομορφίες του είναι αυτό που ουσιαστικά επικρατεί και στη Ρωσία. Το ενδεχόμενο διατήρησης του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία μέχρι τα βαθιά γεράματα, αλλά και οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, που συχνά επιχειρείται να «ξεχαστούν» με γενναίες δόσεις πατριωτισμού κάνει και τη Μόσχα έναν απρόβλεπτο παίκτη και δύσκολο συνομιλητή για την ΕΕ. Ειδικά από τη στιγμή που η ρωσική πολιτική δημιουργεί ειδικές σχέσεις με χώρες-κλειδιά, όπως η Γερμανία σε τομείς κομβικής σημασίας όπως η ενέργεια αλλά και επιδιώκει να έχει λόγο σε περιοχές κλειδιά όπως αυτή των Βαλκανίων. Αν η Ευρώπη και ο πλανήτης συνολικά προωθήσουν τελικά την είσοδο στην «μετά τα ορυκτά καύσιμα» εποχή αυτό θα έχει απρόβλεπτες, αλλά πιθανώς ολέθριες συνέπειες για τη ρωσική οικονομία και μπορεί να οδηγήσει τη Μόσχα σε ακόμα πιο απρόσμενες συμπεριφορές.

Με τις τρεις λοιπόν παγκόσμιες δυνάμεις να κυβερνώνται από αυταρχικές ηγεσίες, που ποντάρουν υπερβολικά σε εθνικιστικά αφηγήματα και αξιολογούν τα πάντα με βάση το δικό τους οικονομικό συμφέρον η Ευρώπη αυτομάτως βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Είναι σίγουρο ότι για το αμέσως επόμενο διάστημα δεν θα είναι σε θέση να κοιτάξει στα μάτια και από το ίδιο ύψος ούτε τη Μόσχα, ούτε το Πεκίνο, ούτε την Ουάσιγκτον. Από εκεί προκύπτει και η αδυναμία της να επέμβει ουσιαστικά σε παγκόσμιες κρίσεις όπως αυτές στη Μέση Ανατολή. Η Ευρώπη δεν έχει την δυνατότητα να αποκτήσει μια αυταρχική και υπό μια έννοια πιο ευέλικτη ηγεσία, που δεν έχει να απολογείται για τις αποφάσεις της στην κοινωνία. Ούτε φυσικά μπορεί να το επιθυμεί αυτό οποιοσδήποτε δημοκρατικά σκεπτόμενος πολίτης της ΕΕ.

Χωρισμένοι σε «παρέες»

Αυτό όμως που θα έπρεπε να καταλάβουν οι ηγέτες της αλλά και οι πολίτες της είναι ότι η πολυδιάσπασή της σε διάφορα μέτωπα, «βορείων και νοτίων», «ανατολικών και κεντροευρωπαίων», «φειδωλών και προθύμων» ουσιαστικά θα επιταχύνει την μετατροπή της σε ένα «κλαμπ συζητητών», που ανεμίζουν όνειρα, βουτηγμένοι στην πολιτική ανυπαρξία.

Αν υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να απαιτεί κανείς από τους αρχηγούς των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι να μπορέσουν να καταλήξουν όλοι ανεξαιρέτως στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ, ως εργαλείο συνεργασίας είναι προς όφελος όλων και στη συνέχεια να το εξηγήσουν αυτό πειστικά στην κοινή γνώμη σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Οποιος θέλει να παραμένει ρεαλιστής γνωρίζει ότι τους πολίτες δεν τους κερδίζεις μόνο με «οράματα» για το μέλλον, αλλά με πρακτικές αποδείξεις ότι η Ενωση ευνοεί τον καθένα από αυτούς ξεχωριστά. Με αποδείξεις στην... τσέπη τους και στην καθημερινότητά τους. Ενα τέτοιο εγχείρημα δεν θα είναι καθόλου απλό. Πώς μπορείς να πείσεις ένα Γερμανό ή έναν Ολλανδό για παράδειγμα ότι μια «ένωση μεταφοράς πόρων» δεν είναι παρά η κυκλοφορία του χρήματος μέσα σε μια πραγματικά ενιαία οικονομία, που τελικά λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για όλους;

Με άλλα λόγια οι διαβουλεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης και το επόμενο επταετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται μόνο σαν ένα προσωρινό, έκτακτο μέτρο απάντησης στην καταστροφή του κορωνοϊού, αλλά σαν ένα πρώτο και γενναίο βήμα για μια πραγματική οικονομική Ενωση. Οχι μόνο νομισματική. Χωρίς μια πραγματική οικονομική ένωση, η οποία όμως θα πρέπει να μην αφήνει εκτός κάδρου και τον κοινωνικό τομέα, και θα επιδιώκει «συγκλίσεις» στην πράξη και όχι στα χαρτιά, η Ενωση θα περιοριστεί απλά σε μια πολύβουη γραφική παρεούλα «μικρών κρατών», που απλώς θα παρακολουθούν τις εξελίξεις, τις οποίες θα καθορίζουν άλλοι παγκόσμιοι παίκτες χωρίς καμιά πραγματική δυνατότητα να παρέμβουν.