Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σταθεροποιώντας το χθες
Δευτέρα, 07/12/2020

Στα τέλη του περασμένου Μαρτίου η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρύσει το Ταμείο Σταθεροποίησης της Οικονομίας (WSF) ως απάντηση στις συνέπειες της πανδημίας. Το Ταμείο αυτό ουσιαστικά αντικατέστησε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης για να στηρίξει κυρίως τις τράπεζες. Και ακολούθησε τη λογική του, επαναλαμβάνοντας και τα λάθη του, λες και δεν είχε διδαχτεί τίποτα από τα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια. Στηρίζει δηλαδή ένα σύστημα, που αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ίδιο τις αστοχίες του.

Το γερμανικό ΤΧΣ διαθέτει συνολικά 600 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 500 σε μορφή εγγυήσεων και άλλα 100 για άμεση στήριξη σε ρευστότητα κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές τις ημέρες ακούσαμε πάλι για τη διάθεση ενός νέου πακέτου ύψους 1,8 δισ. για την παγκόσμια πρωταθλήτρια του μαζικού τουρισμού TUI. Eίναι η τρίτη φορά που συμβαίνει αυτό. Στήριξη έχουν πάρει επίσης η LUFTHANSA, τα ναυπηγεία MV Werften στη Βορειοανατολική Γερμανία και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίθετα για τους μικρομεσαίους οι δυνατότητες υποστήριξης είναι πολύ πιο περίπλοκες και περιορισμένες.

Για μια ακόμα φορά λοιπόν η γερμανική πολιτική ελίτ επιλέγει να κρατήσει στη ζωή με τον αναπνευστήρα ένα σύστημα, που αποδείχτηκε εξαιρετικά προβληματικό και ξεπερασμένο.

Η TUI είχε προβλήματα έτσι κι αλλιώς και πριν την πανδημία. Το μοντέλο του μαζικού τουρισμού βρίσκεται εδώ και χρόνια αντιμέτωπο με την ικανότητα των πολιτών ειδικά των νεώτερων να οργανώσουν και να ετοιμάσουν μόνοι τους μέσω του διαδικτύου τις διακοπές τους ή τα ταξίδιά τους, επιθυμώντας να τους δώσουν και ένα πιο προσωπικό χαρακτήρα. Οι αεροπορικές εταιρίες σαν τη LUFTHANSA μετά από μια δεκαετία επεκτατικής πολιτικής θα βρεθούν τώρα αντιμέτωπες με το νέο δεδομένο, που δημιούργησε η πανδημία, και το οποίο λέει ότι η τηλεδιάσκεψη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα από εταιρίες αλλά και πολυεθνικούς οργανισμούς για να μειωθούν στο μέλλον οι περιττές μετακινήσεις. Ενας υψηλόβαθμος υπάλληλος της ΕΕ έλεγε αυτές τις μέρες ότι ακόμα και αν τελειώσουν τα lockdown, τα ταξίδια στις Βρυξέλλες «για ψύλου πήδημα» θα περιοριστούν και θα αντικατασταθούν από τις διαδικτυακές διασκέψεις.

Σε ότι αφορά τα συγκεκριμένα ναυπηγεία τα οποία είχαν «ειδικευτεί» στην κατασκευή κρουαζιεροπλοίων και εδώ οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές. Η κρουαζιέρα, η οποία επίσης γνώρισε μια «έκρηξη» τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε ότι δεν αποτελεί μόνο ένα προστατευμένο περιβάλλον, αλλά μπορεί να αποδειχτεί και «φυλακή» για τους εγκλωβισμένους μιας επιδημίας. Ετσι κι αλλιώς και οι τρεις τομείς που αναφέραμε, αεροπορικές συγκοινωνίες, κρουαζιέρα, μαζικός φτηνός τουρισμός θεωρούνται ότι είναι σημαντικά υπεύθυνοι για την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και θα πρέπει να υποστούν μια διαδικασία εξορθολογισμού αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση. Και δεν εννοούμε με αυτό μόνο την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, για την οποία ουσιαστικά αδιαφόρησε η γερμανική κυβέρνηση, όταν είδε το σχέδιο σωτηρίας της LUFTHANSA να «συμπληρώνει» τα δισεκατομμύρια της κρατικής βοήθειας με χιλιάδες απολύσεις υπαλλήλων ή «συνεργατών» της.

Εχουμε να κάνουμε με ένα μοναδικό παράδοξο. Ενώ όλοι παραδέχονται ότι η πανδημία μας έδειξε ότι υπάρχουν τεράστιες αδυναμίες στο οικονομικό μοντέλο της αποκαλούμενης «παγκοσμιοποίησης» και θα πρέπει να αλλάξουν σημαντικά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις, η ισχυρότερη χώρα της Ευρωζώνης αποφασίζει να ρίξει άφθονο χρήμα σε ένα προβληματικό και ξεπερασμένο σύστημα. Επειδή μιλάμε για τη Γερμανία οι επιλογές της είναι ενδεικτικές για τη λογική, που θα κυριαρχήσει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ενα σύστημα που είναι εξαιρετικά άδικο, αφού τσιγγουνεύται να δώσει μερικά ευρώ παραπάνω σε άνεργους, υποαπασχολούμενους, μετανάστες και όσους ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, την ώρα που μεταφέρει δισ. σε εταιρίες που κερδοσκοπούν, φοροδιαφεύγουν ιδρύοντας θυγατρικές σε φορολογικούς παραδείσους, επιβαρύνουν το περιβάλλον και προσπαθούν να καταργούν σε κάθε ευκαιρία εργασιακά δικαιώματα. Αυτό που κάνει μάλιστα ακόμα πιο κραυγαλέα τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές ελέγχονται συχνά από κάποιους μυστηριώδεις δισεκατομμυριούχους «χωρίς πατρίδα», σαν τον Ρώσο ολιγάρχη Αλεξέι Μορντασόφ, ο οποίος διατηρεί σήμερα περίπου το 25% των μετοχών της TUI ή τον Κοκ Τάι ιδιοκτήτη καζίνο από τη Μαλαισία, ο οποίος διαθέτει σημαντικό μερίδιο των ναυπηγείων MV Werften, τα οποία ανήκουν σε εταιρία του Χονγκ Κονγκ. Εδώ δεν υπάρχει δηλαδή ούτε καν το πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα για τον «εθνικό χαρακτήρα» της σωτηρίας μιας εταιρίας.

Ο καπιταλισμός έχει συχνά αποδείξει την ικανότητά του να «αναγεννιέται», να μαθαίνει από τα λάθη του και να επιστρέφει ακόμα σκληρότερος. Το είδαμε αυτό στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τώρα όμως βλέπουμε ένα σύστημα, που βιώνει τις τεράστιες αντιφάσεις του. Από τη μια διαφημίζει «μοντέλα του αύριο» και από την άλλη επιχειρεί να «στηρίξει» εταιρίες, που ανδρώθηκαν και κυριάρχησαν βασισμένες στη λογική του «χθες». Εταιρίες που έφτυναν κατάμουτρα το κράτος και τώρα το μόνο που μπορούν να ελπίζουν είναι μια (προσωρινή) διάσωσή τους από το ίδιο αυτό κράτος.