Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
H επόμενη πανδημία θα αφορά την ψυχική υγεία
Δευτέρα, 08/02/2021

Kαθώς η πανδημία μπαίνει πια για τα καλά στη δεύτερη χρονιά της και το φως στην άκρη του τούνελ δεν έχει ακόμα φανεί, το μόνο για το οποίο μπορεί να στοιχηματίσει κανείς είναι ότι για τα επόμενα χρόνια θα έχουν μπόλικη δουλειά όσοι απασχολούνται με θέματα ψυχικής υγείας. Είτε ως θεραπευτές, είτε ως ερευνητές.

Οπως σημείωνε πρόσφατα το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Nature» οι ερευνητές σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αρχίσει ήδη να διερευνούν τις αιτίες και τις επιπτώσεις του άγχους, που ομολογούν ότι αισθάνονται εκατομμύρια ανθρώπων. Ορισμένοι φοβούνται ότι η επιδείνωση της ψυχικής υγείας θα μπορούσε να παραμείνει για πολλά χρόνια μετά την υποχώρηση της πανδημίας. Αναφέρουν τα παραδείγματα ερευνών από άλλες μετατραυματικές καταστάσεις, όπως ήταν για παράδειγμα η 11η Σεπτεμβρίου ή κάποιες άλλες μεγάλες καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές, τσουνάμι) και προσθέτουν ότι αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ πιο μεγάλο και παγκόσμιο.

Τα δεδομένα που προκύπτουν από τις μελέτες που έχουν ξεκινήσει θα είναι τεράστια, λέει ο κοινωνιολόγος James Nazroo από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου. Η περίπτωση των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστική αφού σύμφωνα με την εκεί εθνική υπηρεσία στατιστικών μελετών περισσότερο από το 42% των ατόμων, που ρωτήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο ανέφεραν συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης. Δεδομένα από άλλες έρευνες υποδηλώνουν ότι η εικόνα είναι παρόμοια σε όλο τον κόσμο . Η κλινική ψυχολόγος Luana Marques, από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, η οποία παρακολουθεί τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία για τους πληθυσμούς των ΗΠΑ και αλλού, προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση ταχείας επιστροφής στην προ πανδημίας κατάσταση.

Πιο ευάλωτοι οι νέοι και οι γυναίκες

Ενα ενδιαφέρον στοιχείο, που έχει καταγραφεί μέχρι τώρα στις σχετικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέσα στην πανδημία είναι ότι οι νέοι, και όχι οι ηλικιωμένοι, είναι πιο ευάλωτοι, ίσως επειδή η ανάγκη τους για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι ισχυρότερη. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι οι νέες γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους νέους άνδρες και τα άτομα με μικρά παιδιά ή μια ψυχιατρική διαταραχή, που είχε ήδη διαγνωστεί, διατρέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για οξύτερα προβλήματα ψυχικής υγείας. «Οι παράγοντες που γνωρίζουμε ότι προδιαθέτουν τους ανθρώπους για να εμφανίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας έχουν αυξηθεί στο σύνολό τους», λέει ο Victor Ugo, ειδικός στην πολιτική ψυχικής υγείας στο United for Global Mental Health στο Λονδίνο.

Οι επιστήμονες που διεξάγουν μεγάλες, λεπτομερείς διεθνείς μελέτες εκτιμούν ότι ενδέχεται τελικά να είναι σε θέση να κατανοήσουν πώς συγκεκριμένα μέτρα ελέγχου της Covid-19, όπως κλείδωμα ή περιορισμοί στην κοινωνική αλληλεπίδραση, μειώνουν ή επιδεινώνουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας και εάν ορισμένοι πληθυσμοί, όπως μειονοτικές εθνοτικές ομάδες , επηρεάζονται δυσανάλογα από ορισμένες πολιτικές. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει για την αντιμετώπιση μελλοντικών επιδημιών λένε οι ερευνητές. «Έχουμε μια πραγματική ευκαιρία, ένα φυσικό πείραμα, για να αξιολογήσουμε πώς οι πολιτικές σε διάφορες χώρες επηρεάζουν την ψυχική υγεία των ανθρώπων», λέει η επιδημιολόγος Kathleen Merikangas απο το Εθνικό Ινστιτούτα Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ στη Bethesda, Maryland.

Παγκόσμια πρότζεκτ εν δράσει

Η Daisy Fancourt, ψυχοευρο-ανοσολόγος στο University College London, ξεκίνησε το πρόγραμμα CovidMinds που χρηματοδοτείται από το Wellcome, το οποίο έχει συγκεντρώσει περίπου 140 διαχρονικές μελέτες σε περισσότερες από 70 χώρες με στόχο να προβεί σε συγκριτικές μελέτες. Το CovidMinds συνδέει επιστήμονες σε διάφορες χώρες και ενθαρρύνει τη χρήση τυποποιημένων ερωτηματολογίων, ώστε τα αποτελέσματα να μπορούν να συγκριθούν άμεσα σε διεθνείς συνεργασίες. «Αυτό μπορεί να μας επιτρέψει να συγκρίνουμε την ψυχολογική επίδραση παράλληλα με την πολιτική απάντηση σε διάφορες χώρες», λέει. Αυτή η συλλογή μελετών είναι ένας συνδυασμός υπαρχόντων πληθυσμιακών ομάδων και μελετών που εκπονήθηκαν στις αρχές της πανδημίας. Οι υπάρχουσες ομάδες είναι επωφελείς επειδή οι συνθέσεις τους τείνουν να αντανακλούν εκείνες του γενικού πληθυσμού, επομένως τα αποτελέσματά τους μπορούν να γενικευτούν.

Η Fancourt είναι επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες νέες μελέτες, της Κοινωνικής Μελέτης COVID-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η μελέτη στρατολόγησε - κυρίως μέσω των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης - περισσότερους από 72.000 ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο τις πρώτες εβδομάδες του πρώτου κλειδώματος της χώρας, τον Μάρτιο. Οι συμμετέχοντες συμπληρώνουν ένα εβδομαδιαίο διαδικτυακό ερωτηματολόγιο διάρκειας 10 λεπτών, το οποίο περιλαμβάνει ερωτήσεις, που εντοπίζουν συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης.

«Με τις απαντήσεις της έρευνας να έρχονται με ρυθμό 20 δευτερολέπτων, λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με το πώς οι άνθρωποι ανταποκρίνονται ψυχολογικά και κοινωνικά στην πανδημία σε πραγματικό χρόνο και βλέπουμε συγκεκριμένα πώς αλλάζει η στάση τους σε νεά δεδομένα όπως νέα κυβερνητικά μέτρα που εισέρχονται, ή τα μέτρα κλειδώματος που χαλαρώνουν », λέει η Fancourt. Για παράδειγμα, λέει, τα υψηλά επίπεδα άγχους και κατάθλιψης που διαπίστωσε η μελέτη στις πρώτες εβδομάδες της μειώθηκαν κατά τη διάρκεια του κλειδώματος, αντί να αυξηθούν όπως είχαν προβλέψει ορισμένοι. Μια άλλη μελέτη, που ονομάζεται COVID-19 Health Care Workers Study, στοχεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αντέδρασαν οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, που αντιμετώπισαν άνευ προηγουμένου επίπεδα ασθένειας και θανάτου. Η μελέτη συλλέγει δεδομένα σε 21 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών χαμηλού εισοδήματος στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, όπου οι πόροι ψυχικής υγείας είναι περιορισμένοι έως ανύπαρκτοι.

«Θέλουμε να συγκρίνουμε μεταξύ χωρών για να μάθουμε τι συμβαίνει είναι διαφορετικό», λέει η Olatunde Ayinde, ερευνήτρια από τη Νιγηρία. Πιστεύει ότι οι διαφορετικές αντιδράσεις είναι πιθανό να προέρχονται από διαφορές στην ποιότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, τη διαθεσιμότητα και τους τύπους κοινωνικής φροντίδας, που προσφέρονται και τα επίπεδα φτώχειας. Πολλές χώρες στην Αφρική έχουν μόνο ένα μέρος των επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε σύγκριση με τις χώρες με υψηλό εισόδημα.

Σε κάθε περίπτωση οι επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο θεωρούν ότι τα επόμενα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους τομείς της δημόσιας υγείας και φυσικά και στις δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας, την βοήθεια των οποίων θα χρειαστούν δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη.