Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Η Ευρώπη ανακαλύπτει ξανά την Ινδία
Τρίτη, 25/05/2021

Η μετριοφροσύνη δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο της θεσμικής Ευρώπης. Οι εκπρόσωποί της δεν χάνουν σχεδόν ποτέ την ευκαιρία να μιλήσουν για μια «ιστορική» στιγμή, ευκαιρία, συνάντηση, απόφαση. Δεν θα περίμενε λοιπόν κανείς να χαρακτηρίσουν αλλιώς τη συμφωνία για την επανέναρξη του διαλόγου, με στόχο μια εμπορική συμφωνία με την Ινδία, μετά την διακοπή των σχετικών διαπραγματεύσεων το 2013, λόγω μεγάλων τότε διαφωνιών στις προσεγγίσεις του θέματος.

O πρωθυπουργός της αχανούς αυτής χώρας Ναρέντρα Μόντι δεν ταξίδεψε στο Πόρτο το περασμένο Σάββατο λόγω της τραγικής κατάστασης, που επικρατεί στη χώρα με την πανδημία. Συμμετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης στην σύνοδο κορυφής ΕΕ-Ινδίας, αλλά δήλωσε κι αυτός ενθουσιασμένος από το συμβάν. Μέσω τηλεδιάσκεψης «παρούσα-απούσα» ήταν και η καγκελάριος Μέρκελ, η οποία στα τέλη του περασμένου χρόνου είχε καταφέρει να σπρώξει με κάθε θυσία μια πολύ πιο προωθημένη συμφωνία με την Κίνα. Αλλά μετά άρχισαν τα προβλήματα με κάποιες «ιδιοτροπίες» του Πεκίνου.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, απέφυγε διπλωματικά να απαντήσει στο δημοσιογραφικό ερώτημα για το ποια είναι τελικά σημαντικότερη: Η Κίνα ή η Ινδία. Η «μικρή» Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να εκφράζει δημόσια τέτοιες προτιμήσεις για τους γίγαντες του σύγχρονου παγκόσμιου εμπορίου.

Αλλά είναι σαφές ότι η αναθέρμανση των σχέσεων με την Ινδία, που παραδοσιακά αποκαλείται ως «η μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη» αν και απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, οφείλεται κυρίως στην κατανόηση του γεγονότος ότι τα πλοκάμια του Πεκίνου αρχίζουν να απλώνονται απειλητικά σε ολόκληρη την υφήλιο. Κι αυτό φέρνει την ΕΕ συχνά σε μειονεκτική θέση. Και αναζητά εναλλακτικές.

Οι ρεαλιστές επιμένουν ότι η επιλογή δεν είναι λάθος, αρκεί να παραμένει απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις. Η Ινδία δεν είναι υπόδειγμα δημοκρατίας, αλλά δεν θα καταφέρει η ΕΕ να την φέρει στον ίσιο δρόμο, απορρίπτοντάς την. Ο Ινδός πρωθυπουργός δεν είναι μόνο υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την τραγική υγειονομική κατάσταση στη χώρα του εξαιτίας προηγούμενων λανθασμένων χειρισμών. Επικρίνεται συνολικά για έναν αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Δεν αποκαλείται τυχαία «πατέρας του ινδουιστικού εθνικισμού», που υποδαυλίζει το μίσος απέναντι σε άλλες θρησκείες και απομακρύνεται σταθερά από το 2014 και μετά από το πλουραλιστικό και κοσμικό μοντέλο, πάνω στο οποίο επιχείρησε να στηθεί η ανεξάρτητη Ινδία μετά το τέλος της αποικιοκρατίας.

Φυσικά και η Ινδία αποτελεί μια τεράστια αγορά, ένα «αναξιοποίητο κεφάλαιο» για τις εξωτερικές σχέσεις της Ευρώπης, όπως είπε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Και ο υπολογισμός στις Βρυξέλλες είναι θεωρητικά σωστός. Μια καλύτερη, στενότερη σχέση μαζί της θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως αντίβαρο απέναντι σε υπερβολικές απαιτήσεις του Πεκίνου, το οποίο άλλωστε έχει τις δικές του παραδοσιακές αντιπαλότητες με το Νέο Δελχί.

Ομως το ελλιπές πολιτικό βάρος των θεσμικών εκπροσώπων της ΕΕ, οι προηγούμενες διπλωματικές τους αστοχίες, η εξάρτησή τους από συμφέροντα συγκεκριμένων ισχυρών κυβερνήσεων δημιουργεί ανησυχίες. Κυρίως δίνει τροφή στο σενάριο, ότι για να αποφύγει το σφιχταγκάλιασμα ενός πανίσχυρου αυταρχικού εταίρου, θα μπορούσε να βρεθεί διπλά εγκλωβισμένη στις προσδοκίες ενός νεόκοπου και «ανελεύθερου» συμμάχου, όπως έχουν αρχίσει πια να τον αποκαλούν πολλοί πολιτικοί αναλυτές.