Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Η χειραγώγηση των τιμών  στην αγορά εξισορρόπησης απειλή για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας
Τετάρτη, 23/06/2021

Είναι προφανές ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται την επόμενη ημέρα της πανδημίας για την οικονομία της χώρας, δεν είναι οι καλύτερες, εάν λάβουμε υπόψη μας  επίσης τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας, όπως το δημόσιο χρέος, οι υψηλοί στόχοι ανάπτυξης που πρέπει επιτευχθούν, το ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα και η εν γένει παραγωγική δομή της.

Ο τουρισμός, που πλήττεται περισσότερο από όλους τους κλάδους από την πανδημία, αντιπροσωπεύει το 20,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 9,4% στην Ευρώπη.   Αντίθετα στη χώρα μας η μεταποίηση αντιπροσωπεύει μόνο το 8% του ΑΕΠ, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. το αντίστοιχο μέγεθος είναι 14,3%.

Η διόρθωση της ανισορροπίας στην παραγωγική δομή, μπορεί να  βελτιώσει την πλουτοπαραγωγική δυνατότητα της οικονομίας. Άρα να βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε και τα άλλα μεγάλα προαναφερθέντα ζητήματα. Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος της διόρθωσης δεν πρέπει να είναι η συρρίκνωση του τουριστικού προϊόντος. Αντιθέτως η τουριστική βιομηχανία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.

Ο τρόπος για την εξισορρόπηση είναι να αρθούν τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη της μεταποίησης.   

Η βιομηχανία μας άντεξε στην οικονομική κρίση του 2011. Στράφηκε 100% σε εξαγωγές και σήμερα το 87% των ελληνικών εξαγωγών προκύπτει από βιομηχανικά προϊόντα. Απέδειξε ότι  με ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας.   

Θα πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από μια μακρά περίοδο μονόπλευρης στήριξης του τομέα των υπηρεσιών, έχει αναγάγει τα τελευταία χρόνια σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα την επαναφορά στο προσκήνιο της βιομηχανίας, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.

Όμως ο δρόμος που θα πρέπει να διανύσουμε προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, είναι μακρύς. Ειδικότερα αναφερόμενοι στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να  αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα του σημαντικά υψηλότερου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά, χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανία.

Το επιχείρημα, ότι η λειτουργία της νέας αγοράς με την ταυτόχρονη σύζευξη της με εκείνες της Βουλγαρίας και της Ιταλίας, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και η αλλαγή στο μείγμα με την απόσυρση του λιγνίτη, θα διαμορφώσουν από μόνες τους συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες θα ρίξουν τις τιμές της αγοράς στα ευρωπαϊκά επίπεδα, δεν ευσταθεί.

Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται σήμερα μετά 6 μήνες από την έναρξη  λειτουργίας της νέας αγοράς είναι απογοητευτική, καθώς αντί για μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, καταγράφεται σημαντική  αύξηση, η οποία οφείλεται στην μεθοδευμένη εκτόξευση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης.

Η συγκεκριμένη αύξηση οφείλεται σε συγκεκριμένες πρακτικές των παραγωγών, που εκμεταλλεύονται τις σχεδιαστικές παραλείψεις και τα λάθη στο σχεδιασμό της αγοράς, μιας αγοράς με χαρακτηριστικά που δεν υφίστανται σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή αγορά, μιας αγοράς, η οποία έχει αποκτήσει πλέον χαρακτηριστικά εδραιωμένου ολιγοπωλίου.

Για να μην ξεχάσουμε συμπεριφορές που καταγράφηκαν τους δύο πρώτους μήνες λειτουργίας της αγοράς, οι οποίες οδήγησαν σε «αδόκητα κέρδη» , όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην σχετική απόφαση της ΡΑΕ.  Τα προσωρινά ρυθμιστικά μέτρα που αναγκάστηκε να  λάβει η ΡΑΕ, μέχρις ότου να αποφασιστούν και να σχεδιαστούν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στο σχεδιασμό, είχαν ως αποτέλεσμα απλά συγκρατηθεί προσώρας το τελικό κόστος.

Οι διαμορφούμενες συνθήκες θα οδηγήσουν για μια ακόμη φορά σε σημαντικό πισωγύρισμα του ανοίγματος της αγοράς με ευθύνη, όχι της ΔΕΗ, αλλά των ιδιωτών παραγωγών.

Και τούτο διότι οι νέοι παίκτες αρκούνται στη μεγιστοποίηση των κερδών τους στην νέα αγορά εξισορρόπησης χωρίς να θέτουν ως προτεραιότητα να αποσπάσουν από τη ΔΕΗ μερίδιο στην προμήθεια. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν προσφέρονται ανταγωνιστικές τιμές, ούτε καν στους μεγάλους καταναλωτές με σταθερό προφίλ λειτουργίας.

Με αφορμή μάλιστα τη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών στα δικαιώματα εκπομπών CO2, όλοι οι προμηθευτές, ακόμη και αυτοί οι οποίοι είναι και παραγωγοί, προσφέρουν πλέον τιμές προμήθειας οι οποίες  αντιστοιχούν στο μεσοσταθμικό κόστος της αγοράς, το οποίο όμως  συνδιαμορφώνουν οι ίδιοι, ως παραγωγοί μαζί με τη ΔΕΗ.

Μήπως υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική; Σίγουρα μιλάμε για μια ανύπαρκτη αγορά προμήθειας, όπου πλέον τα προσφερόμενα τιμολόγια στην ουσία είναι η μεσοσταθμική τιμή της αγοράς, καμία διαφοροποίηση!  

Σε αυτό το κλίμα δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ανάπτυξη της μεταποίησης στη χώρα μας. Εκτός εάν υπάρξει ουσιαστικός και αποτελεσματικός έλεγχος της λειτουργίας της αγοράς από τον Ρυθμιστή.

Η απόφαση για την πρόωρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων σε συνδυασμό με την  αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων CO2 στο επίπεδο άνω των 50 Ευρώ/tn CO2 καθιστά επείγουσα την εξεύρεση άμεσης λύσης στο ζήτημα επάρκειας ισχύος που δημιουργείται για το σύστημα. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται επιβεβλημένη η εφαρμογή ενός μηχανισμού στρατηγικής εφεδρείας, στον οποίο θα ενταχθούν οι υπό απόσυρση μονάδες.

Δεδομένου ότι η διαδικασία έγκρισης ενός τέτοιου μηχανισμού από την ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι χρονοβόρα και απαιτητική, είναι απαραίτητο ο σχεδιαζόμενος μηχανισμός στρατηγικής εφεδρείας να τεθεί ως εθνική προτεραιότητα, καθώς εκτός των άλλων ο μηχανισμός αναμένεται να λειτουργήσει θετικά προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των τιμών της ελληνικής αγοράς σε σχέση με τις ευρωπαϊκές αγορές.

Όμως παρατηρούμε ότι πληθαίνουν οι διαρροές κύκλων, ότι είναι αναγκαία και η προώθηση προς έγκριση   ενός μόνιμου μηχανισμού επάρκειας ισχύος.

Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας πρότασης, η οποία στις σημερινές συνθήκες της αγοράς οδηγεί σε μια ακόμη σκανδαλώδη επιδότηση των παραγωγών, πέραν των υπερβολικών εσόδων τους, που συνεχίζουν  να αποκομίζουν εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες στο σχεδιασμό της αγοράς εξισορρόπησης.

Τέλος το επόμενο διάστημα, αναμένεται ένα μεγάλο ποσοστό από τις νέες ΑΠΕ να επιλέξει αντί  την συμμετοχή στους διαγωνισμούς για σταθερή τιμή, να αναζητήσουν τη συμμετοχή τους στην αγορά μέσω της σύναψης διμερών συμβολαίων με προμηθευτές ή μεγάλους καταναλωτές.

Όλα αυτά θα τα δούμε να συμβαίνουν  μετά το 2023. Βεβαίως για να προχωρήσουν αυτές οι διμερείς συμβάσεις, κρίσιμη παράμετρος είναι εάν οι τιμές των PPAs θα αντανακλούν το κόστος της επένδυσης ή το κόστος της αγοράς. Επίσης, θα πρέπει να δούμε εάν η ενέργεια από τις ΑΠΕ θα κατευθυνθεί απευθείας στις βιομηχανίες ή εάν θα φτάσει πρώτα στους προμηθευτές και από εκεί στη λιανική. Αυτές είναι και οι πιο κρίσιμες παράμετροι του εγχειρήματος για τα PPAs της βιομηχανίας με τις ΑΠΕ.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται η ανάγκη η κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα, τα οποία αφενός να άρουν τις στρεβλώσεις στην αγορά εξισορρόπησης, αφετέρου να άρουν την αβεβαιότητα αναφορικά με τα τιμολόγια των μεγάλων βιομηχανιών Μέσης(ΜΤ) και Υψηλής Τάσης(ΥΤ).

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.

 

* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος του ΔΣ  της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας