Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Το προϊόν Μέρκελ αποσύρεται
Δευτέρα, 27/09/2021

Στις γερμανικές εκλογές του 2017 και του 2013 (τουλάχιστον) το εκλογικό «πρόγραμμα» της Χριστιανοδημοκρατίας αποτελείτο από μια και μόνο λέξη: Μέρκελ. Η κυριαρχία της καγκελαρίου στην πολιτική σκηνή ήταν τόσο συντριπτική, που οι διαφημιστές και οι επικοινωνιολόγοι δεν χρειαζόταν να στύψουν το μυαλό τους για να σκεφτούν «το σύνθημα».

Ακόμα και για τους αντιπάλους της, ακόμα και για εκείνους που μπορεί να μην τη συμπαθούσαν ιδιαίτερα η Ανγκέλα Μέρκελ έμοιαζε με ένα «ιερό τέρας» της πολιτικής, που όποιος αποφάζιζε να αναμετρηθεί μαζί της ήταν χαμένος από χέρι. Ο τελευταίος που το κατάλαβε αυτό ήταν ο Μάρτιν Σουλτς. Ο «θρυλικός» πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ξεκίνησε το 2017 την προεκλογική του εκστρατεία για τη Σοσιαλδημοκρατία εν μέσω ενθουσιασμού και πανηγυρισμών και «κατόρθωσε» τη βραδιά των εκλογών να καταγράψει το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του κόμματός του για να οδηγηθεί τελικά σε πολιτκή «απόσυρση».

Είχε προηγηθεί, για όσους το έχουν ξεχάσει, η αναγόρευση της σιδηράς καγκελαρίου σε άτυπη «πλανητάρχη», στο αποχαιρετιστήριο ταξίδι του Μπαράκ Ομπάμα στο Βερολίνο, στα τέλη του 2016 και καθώς ο πλανήτης περίμενε να δει τι εκπλήξεις μπορεί να του επιφυλάσσει η θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ομπάμα ήταν αυτός, που ουσιαστικά οριστικοποίησε την επιλογή της Μέρκελ να διεκδικήσει την τέταρτη θητεία της, προκειμένου εκτός από καγκελάριος της πατρίδας της να παίξει και το ρόλο του άτυπου «θεματοφύλακα των αξιών του δυτικού κόσμου».

Η Μέρκελ έμοιαζε λοιπόν ακλόνητη, τα πρωτοσέλιδα με το χαρακτηρισμό «η ισχυρότερη γυναίκα του πλανήτη» έπεφταν βροχή και οι Γερμανοί, ειδικά όσοι δεν πολυασχολούνταν με την πολιτική είχαν ένα τελευταίο καταφύγιο, όταν αποφάσιζαν να πάνε να ψηφίσουν, αντί να κάτσουν σπίτι τους.

Ομως ήδη από το 2017 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ένα πρόβλημα. H Μέρκελ ναι μεν κέρδισε εύκολα, με 12 μονάδες διαφορά από τον αντίπαλό της, αλλά το 33% που περίπου συγκέντρωσε η παράταξη της ήταν το χειρότερο αποτέλεσμά της, οκτώ μονάδες κάτω σε σχέση με το 2013. Και η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» υπερδιπλασίασε τα ποσοστά της, έφτασε το 12,6% και ουσιαστικά μετατράπηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ηταν ένα δείγμα ότι το «προϊόν» Μέρκελ παρουσίαζε εμφανή σημάδια κόπωσης υλικού. Ορισμένοι επέμειναν να το αγνοήσουν και έστελναν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στην καγκελάριο.

Σήμερα πολλοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η τέταρτη θητεία ήταν καταστροφική. Οχι μόνο για τη χώρα, αλλά κυρίως για το ίδιο της το κόμμα και συνολικά για τη Χριστιανοδημοκρατία στην Ευρώπη. Στην ουσία η Κεντροδεξιά μπήκε σε μια περίοδο αυτάρεσκης στασιμότητας, καθησυχασμένη από το γεγονός ότι έπαιζε χωρίς αντίπαλο. Σαν μια ομάδα που κερδίζει άνετα στο πρώτο ημίχρονο και κατεβαίνει να τελειώσει το ματς χαλαρή και αδιάφορη. Μέχρι που ο αντίπαλος αποφασίζει να ξυπνήσει, να τα παίξει όλα για όλα και να βγει στην αντεπίθεση. Και τότε ο χαλαρός «νικητής εν αναμονή» μετατρέπεται αυτόματα σε αμήχανο υποψήφιο χαμένο.

Εχει ακουστεί κι άλλες φορές η άποψη ότι το μέγεθος ενός πολιτικού κρίνεται τελικά από το τι αφήνει πίσω του. Οσοι εξυμνούσαν για παράδειγμα τον Ομπάμα δε μπορούν να χωνέψουν ότι τους άφησε κληρονομιά μια χώρα που ενέδωσε αμαχητί στη σαγήνη του τραμπισμού, και ουσιαστικά έφερε μια τετραετία οπισθοδρόμησης.

Η Ανγκέλα Μέρκελ αφήνει πίσω της μια Γερμανία, όπου τα διψήφια νούμερα της ακροδεξιάς είναι πλέον κανονικότητα και μάλιστα με την κυριαρχία της σε κάποια ανατολικογερμανικά κρατίδια να προκαλεί ανατριχίλες. Το κόμμα της μοιάζει αμήχανο όσο ποτέ. Διχασμένο, με τους Βαυαρούς «αδελφούς» Χριστιανοκοινωνιστές έτομους να κηρύξουν ανταρσία και μάλιστα εν μέσω αλλαλαγμών. Τα ποσοστά της Χριστιανοδημοκρατίας θα είναι σίγουρα τα χειρότερα της ιστορίας τους, η μετακόμισή της στην αντιπολίτευση μοιάζει προεξοφλημένη.

Το ζήτημα δεν είναι βεβαίως το αν θα χάσει τις εκλογές. Το να έρθεις δεύτερος είναι μέσα στο παιχνίδι. Είναι μέρος των δημοκρατικών κανόνων. Το μεγάλο θέμα για την CDU, το οποίο όμως αφορά συνολικά την Κεντροδεξιά στην Ευρώπη βρίσκεται αλλού. Η απόσυρση του «εκλογικού προϊόντος Μέρκελ», από τα σούπερ μάρκετ της πολιτικής αποκαλύπτει τώρα προβλήματα στρατηγικής, πολιτικού περιεχομένου. Είναι η συνέπεια των διαρκών αναβολών μιας αναγκαίας προγραμματικής, ιδεολογικής συζήτησης, που κάθε προσπάθεια έναρξής της προσέκρουε πάνω στον κυματοθραύστη Μέρκελ.

Σε μια Ευρώπη που χτυπιέται από απανωτές βαθιές κρίσεις, δε μπορείς να πιστεύεις ότι θα πείσεις την κοινωνία με μια λογική «μπόρα είναι θα περάσει» και να βιάζεσαι να επιστρέψεις άρον άρον στα παλιά. Αυτό δεν είναι απλώς ουτοπικό. Είναι άκρως επικίνδυνο. Η Ευρώπη για να έχει μέλλον, έχει ανάγκη από μια σύγχρονη Χριστιανοδημοκρατία, που θα απαγκιστρωθεί από ιδεοληψίες, θα απαρνηθεί τη θρησκοληπτική της προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό, θα πάψει να αποδίδει υπερφυσικές ικανότητες στο αόρατο χέρι της αγοράς, θα επιχειρήσει από ένστικτο αυτοσυντήρησης έστω να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες που μοιάζουν βόμβες στα θεμέλια του συστήματος που λατρεύει.

Η κυρία Μέρκελ πολλές φορές έδειχνε με τις πράξεις της ότι ίσως καταλαβαίνει ορισμένα από τα παραπάνω. Αλλά δεν τόλμησε να βάλει την παράταξή της σε έναν ανοιχτό διάλογο για το μέλλον, για τη μετατροπή όλων αυτών των προβληματισμών σε μια σύγχρονη και τεκμηριωμένη πολιτική πρόταση. Το καθήκον αυτό πέφτει τώρα στους διαδόχους της. Το γεγονός ότι θα αναγκαστούν να το αναλάβουν από θέση «ηττημένου» μπορεί και να είναι υπέρ τους.