Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σαν στίγμα
Τετάρτη, 10/11/2021

Στη ζωή ενός δημοσιογράφου υπάρχουν πολλές στιγμές, που τον κάνουν να αναρωτιέται αν επέλεξε το σωστό επάγγελμα. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες, που απλώς επιβεβαιώνουν την επιλογή του αυτή. Και υπάρχουν τέλος κι εκείνες, που τον στιγματίζουν. Για μένα μια τέτοια στιγμή ήταν το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου του 1989. Ηταν στην αρχή της δημοσιογραφικής πορείας μου και ίσως και αυτός να ήταν και ένας λόγος, που το στίγμα αυτό δε με άφησε ποτέ να «ξεκολλήσω» και να διαλέξω ένα άλλο επαγγελματικό μονοπάτι. «Η μέρα που άνοιξε το τείχος του Βερολίνου». Η φράση που έγινε κλισέ για να δικαιολογεί από πολιτικούς και αναλυτές οτιδήποτε ακολούθησε, οποιαδήποτε επιλογή τους, οποιοδήποτε αξίωμα, στο οποίο προσπάθησαν να στηρίξουν τις αποφάσεις ή ακόμα και τα λάθη τους. Ομως τα ιστορικά γεγονότα ουδεμία ευθύνη φέρουν για τις διάφορες ερμηνείες ή παρερμηνείες τους.

Η αλήθεια είναι, ότι εκείνη η βραδιά πράγματι άλλαξε τον κόσμο. Και αν ρωτήσετε όσους την έζησαν, όλοι θα έχουν να σας διηγηθούν ακόμα και ασήμαντες λεπτομέρειες. Τι είχαν φάει εκείνο το βράδυ, τι ρούχα ή τι παπούτσια φόραγαν... Γιατί είναι στιγμές, που χαράσσονται στη μνήμη για πάντα, χωρίς να το επιδιώξεις, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσεις για να τις ανασύρεις αργότερα στο μυαλό σου.

Συνέβησαν πολλά μαζεμένα και μάλλον απρόσμενα εκείνη τη βραδιά. Η παταγώδης κατάρρευση ενός «μοντέλου», που είχε επί δεκαετίες συγκινήσει εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ενα μοναδικό παράδειγμα, για το πώς μπορεί ένα καθεστώς, που μοιάζει πανίσχυρο να καταρρεύσει μέσα σε λίγες μέρες. Παράλληλα ήταν και μια απόδειξη, του πόσο απρόβλεπτη μπορεί να γίνει η Ιστορία, ειδικά όταν οι πολιτικές ηγεσίες αδυνατούν να συλλάβουν τα μηνύματα της κοινωνίας. Ενα μάθημα πάντως, το οποίο στο μεταξύ οι περισσότεροι πολιτικοί, ανεξαρτήτως χρώματος τείνουν να λησμονούν.

Είναι όμως και μια ιστορία πολλαπλών απογοητεύσεων και διαψεύσεων... Πρώτα το όνειρο εκείνων, που είχαν ρισκάρει πολλά, κάνοντας αντιπολίτευση σε ένα απάνθρωπο και σκληρό καθεστώς και φαντάστηκαν, ότι είχε έρθει η ώρα να ζήσουν την «πραγματική δημοκρατία». Ενα όνειρο, που χάθηκε πολύ γρήγορα, όταν οι πραγματικά αντικαθεστωτικοί παραμερίστηκαν από μαριονέτες της Βόννης και τα πλήθη, που κάποτε φώναζαν «Είμαστε ο λαός» αποφάσιζαν, ότι τους αρκούσε να είναι τελικά ευτυχείς καταναλωτές με το δυτικό μάρκο στην τσέπη. Ετσι ήρθε το «Είμαστε ένας λαός», που σήμαινε ότι θέλουμε την ίδια ποιότητα ζωής, τους ίδιους μισθούς, τις ίδιες ευκαιρίες. Αλλά και αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Κάποιοι μιλούσαν από τότε για «προσάρτηση», με όρους νικητών για τους νικημένους και όχι για πραγματική ενοποίηση. Οι εξελίξεις συνέχιζαν να τρέχουν με απίστευτη ταχύτητα. Οι θυελλώδεις πολιτικές συζητήσεις το χειμώνα του '89. Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Ανατολική Γερμανία το Μάρτιο του '90. Η νομισματική ενοποίηση την 1η Ιουλίου. Η επίσημη επανένωση στις 3 Οκτωβρίου 1990. Και οι πρώτες κοινές εκλογές στις 2 Δεκεμβρίου, με μεγάλο θριαμβευτή τον «καγκελάριο της ενοποίησης» Χέλμουτ Κολ.

Ολα αυτά μπορεί να φαντάζουν για κάποιους μακρινή ιστορία. Ειδικά για τις νέες γενιές κάτω των 30, που «πολιτικοποιήθηκαν» σε μια εποχή, η οποία σε μεγάλο βαθμό κυριαρχήθηκε από την ευφορία για το τέλος του ψυχρού πολέμου και από μια έξαρση αμβλύνοιας περί «τέλους της Ιστορίας». Αλλά η γνώση εκείνων των γεγονότων μπορεί να βοηθήσει να καταλάβει κανείς τη σημερινή Γερμανία, την συνεχιζόμενη «διαίρεση μέσα στα κεφάλια», την ανατριχίλα, που αισθάνεται ο φοβισμένος Γερμανός μικροαστός, όταν ακούει για «αλληλεγγύη» εντός της Ευρωζώνης, την ευεπιφορία μιας κοινωνίας σε ρατσιστικά και ξενοφοβικά συνθήματα.

Σήμερα στα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια η πλειοψηφία, έστω και οριακή, δηλώνει ακόμα ότι αισθάνεται «πολίτης δεύτερης κατηγορίας». Και συχνά ζητά να εκδικηθεί για τις χαμένες προσδοκίες, να τιμωρήσει εκείνους που της υπόσχονταν, δίνοντας τώρα ψήφο σε ακροδεξιές δυνάμεις. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς εκεί, όπου υποτίθεται ότι οικοδομήθηκε ένα κράτος με συνεκτικό ιστό, ιδεολογικό στήριγμα και κεντρική δικαιολογία ύπαρξης τον «αντί-φασισμό».

Τριάντα χρόνια μετά «το τείχος στα κεφάλια παραμένει». Είναι η ατάκα η οποία θα ακουστεί πάλι φέτος. Μια ατάκα, που παγιώνει μια κατάσταση, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση των αιτιών της, αλλά και λύσεων.

Ενα μεγάλο πρόβλημα, που οδήγησε στην αποτυχία της επανένωσης ήταν ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής παραμερίστηκαν, εκδιώθηκαν από την πολιτική. Το έργο τους ανέλαβαν οι εργολάβοι... Αυτοί, που ξεπούλησαν την κρατική περιουσία σε κάποιους επιτήδειους με αγύριστα δανεικά στις τσέπες.

Το να θυμηθεί κανείς τι συνέβη το Νοέμβρη του 1989 είναι συνεπώς πολύ χρήσιμο. Βοηθάει να καταλάβει τα αδιέξοδα και τις πληγές μιας Γερμανίας, που συγκολλήθηκε τεχνητά και βιαστικά, ενάντια στις ανησυχίες των «εταίρων» της. Είναι μνημειώδης η φράση του Φρανσουά Μιτεράν: «Αγαπώ πολύ τη Γερμανία, γι' αυτό και θέλω να υπάρχουν δύο τέτοιες». Δείχνει όμως και γιατί, αυτό, που κάποιοι, κάποτε βάφτισαν ως «πείραμα και για την μεγάλη ενοποίηση της Ευρώπης» δε μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο. Μόνο ως συνταγή αποτυχίας. Οι μεν βιάζονταν και οι δε δεν έδειξαν και μεγάλη προθυμία να «μοιραστούν».

Ενώ λοιπόν, εδώ και χρόνια όλοι μιλούν για τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη και την καλούν να αναλάβει τις ευθύνες, που της αναλογούν, η εμπειρία από το παρελθόν δεν θα πρέπει να κάνει κανέναν να πετά τη σκούφια του από αισιοδοξία. Οι διαφορές μεταξύ παλιών και νέων κρατιδίων παραμένουν. Η πρώην Ανατολική Γερμανία μοιάζει περισσότερο με τα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία έχουν παγιωθεί στην σημερινή Ανατολική Ευρώπη, και πολύ λιγότερο με εκείνο το μοντέλο δημοκρατίας και αειφορίας, που ονειρεύονταν οι θεωρητικοί της ενοποίησης. Κι αυτό δε μπορεί παρά να προβληματίζει.

Οπως πρόσφατα τόνιζε ένας κοινωνιολόγος, γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του '80, ήταν μια κοινωνία πολύ σφιχτή, ομογενοποιημένη, αλλά απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός ο ιδιόμορφος «σοσιαλιστικός επαρχιωτισμός» δεν έχει ουσιαστικά ξεπεραστεί ούτε σήμερα. Σε αυτό δεν βοήθησε βεβαίως και ο τρόπος, με τον οποίο συντελέστηκε η ενοποίηση των δύο Γερμανιών, που για πολλούς κατοίκους της Ανατολικής πλευράς βιώθηκε τελικά ως «προσάρτηση». Ο τρόπος, που ξεπουλήθηκε στην περιβόητη Τρόιχαντ (Treuhand) η δημόσια περιουσία, και το πώς στη συνέχεια «κουκουλώθηκε» η όλη υπόθεση, είναι ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα. Μπορεί να μην δικαιολογεί τα πάντα, εξηγεί όμως αρκετά.

Εγραψα νωρίτερα, ότι ήταν μια βραδιά, αλλά και μια ολόκληρη χρονιά γεγονότων και εντυπώσεων, που με στιγμάτισαν. Διαβάζοντας τώρα παλιές μου σημειώσεις από τότε, συνειδητοποίησα κι εγώ, πόσο εύκολο ήταν να ζωντανέψουν μνήμες εκείνων των ημερών. Και πόσο η νέα αυτή ματιά, με την απόσταση τριών δεκαετιών, με βοήθησε να δω από μια πιο ξεκάθαρη οπτική γωνία, τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Εκεί, όπου σταθερά πληθαίνουν αυτοί, οι οποίοι υπόσχονται ως πρόγραμμα και σχέδιο για το μέλλον το να υψώσουν νέα τείχη.

(Νοέμβριος 2019)