Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Το πολεμικό δράμα θα έχει πολλές συνέχειες
Τρίτη, 05/04/2022

Καθώς ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει πλέον μπει στην έκτη του εβδομάδα και οι μάχες ουσιαστικά συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, υπάρχουν κάποιες βεβαιότητες τις οποίες μπορεί να επισημάνει κανείς, ασχέτως από προβλέψεις για την επόμενη μέρα στο πεδίο των μαχών.

Τα εγκλήματα δε μπορούν να ξεχαστούν

To πρώτο δεδομένο, που κανείς δε μπορεί να αμφισβητεί είναι ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν σίγουρα διαπράξει εγκλήματα. Ειδικά η Μαριούπολη θα περάσει στην ιστορία ως ενα σύμβολο απανθρωπιάς και φρικαλεότητας, που δε μπορεί ποτέ να ξεχαστεί. Αυτό είναι κάτι που θα στοιχειώνει τη ρωσική κοινωνία και θα επηρεάζει για πολλές δεκαετίες ακόμα τις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και θα συνοδεύει πάντα το βιογραφικό του Βλαντίμιρ Πούτιν στα βιβλία της ιστορίας. Η ισοπέδωση ολόκληρων περιοχών, οι σημαντικές απώλειες αμάχων, οι καταστροφές σε υποδομές προς το παρόν δεν έχουν καταγραφεί σε όλη την έκτασή τους και είναι δικαιολογημένος ο φόβος, ότι όταν θα συμβεί αυτό, το σοκ για τις συνέπειες αυτού του πολέμου θα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Οπως μεγάλο θα αποδειχτεί το σοκ και για τα εκατομμύρια πρόσφυγες που θα συνειδητοποιήσουν κάποια στιγμή ότι θα είναι δύσκολο να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ενώ θα βρίσκονται σε ένα περιβάλλον, που δεν είναι αυτονόητο ότι θα είναι τόσο φιλικό εις το διηνεκές.

Διαπραγματεύσεις για άλλοθι;

Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών λειτουργούν προς το παρόν μάλλον ως άλλοθι, για να μπορεί να συνεχίζεται η αντιπαράθεση στο πολεμικό πεδίο, όσο και οι δύο θεωρούν ότι μπορούν να βελτιώσουν τις θέσεις τους πριν κάτσουν στο τραπέζι. Ευθύνη φυσικά για αυτό έχουν και εκείνοι, που έμμεσα ή άμεσα υποδαυλίζουν τη σύγκρουση, με πρώτες και καλύτερες τις Ηνωμένες Πολιτείες, που σε καμιά φάση αυτού του πολέμου δεν έδειξαν διάθεση είτε να τον αποτρέψουν είτε να τον σταματήσουν. Κάποιοι άλλοι «παίκτες» που εμφανίζονται ως αυτόκλητοι διαμεσολαβητές, όπως η Τουρκία γεννούν την υποψία, ότι λειτουργούν μάλλον από δικά τους κίνητρα και όχι απαραίτητα με γνώμονα τη διασφάλιση μιας μόνιμης και βιώσιμης κατάστασης ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών. Αυτό ως ένα βαθμό ισχύει και για Ευρωπαίους ηγέτες, που ακόμα και αν στρατεύονται διπλωματικά δε μπορούν να αποτινάξουν εντελώς από πάνω τους την υποψία, ότι έχουν στο μυαλό τους και εσωπολιτικές τους σκοπιμότητες.

Η Ευρώπη είναι σίγουρα χαμένη.

Τόσο ως γεωγραφική οντότητα, όταν δηλαδή ο όρος χρησιμοποιείται συμπεριλαμβάνοντας και τη Ρωσία, είτε όταν συμβατικά εννοεί την ΕΕ, μια Ενωση δηλαδή 27 κρατών, που προσπαθούν να δώσουν μια εικόνα ενότητας, κάτι που καταφέρνουν μόνο όταν πρόκειται να υπακούσουν σε υπερατλαντικά κελεύσματα. Αυτή τη στιγμή οι χώρες της ΕΕ βυθίζονται στην ανασφάλεια, σε ένα σπιράλ ενεργειακής φτώχειας, ακρίβειας και πληθωρισμού και με ορατό το ενδεχόμενο ακόμα και μιας νέας ύφεσης, χειρότερης ίσως και από εκείνη που προκάλεσε η πανδημία.

Η αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για τους δείκτες μεγέθυνσης της γερμανικής οικονομίας, τα σχέδια ενεργειακής έκτακτης ανάγκης και η εκτίναξη του πληθωρισμού σε ύψη ρεκόρ υποδηλώνουν ότι ολόκληρη η Ευρωζώνη, αλλά και η ΕΕ εισέρχονται σε μια περίοδο βαθιάς αβεβαιότητας, με τις ηγεσίες ανίκανες να αντιμετωπίσουν δομικά προβλήματα στη ρίζα τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η «χρηματιστηριοποίηση» του τομέα της ενέργειας, η διόγκωση των δαπανών για στρατιωτικούς σκοπούς, οι περικοπές δαπανών από άλλους σημαντικούς για την κοινωνία τομείς αλλά και η αδιαφορία για τις συνέπειες της ευρωατλαντικής πολιτικής στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη.

Πόσο απομονωμένη είναι η Ρωσία;

Ενα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη δεν έχει καμιά διάθεση να καταγγείλει τη Ρωσία και να πάρει θέση υπέρ της Δύσης. Η πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ρωσίας και Κίνας, όπου έγινε λόγος για μια «νέα δίκαιη και παγκόσμια τάξη πραγμάτων» δείχνει ότι το μέτωπο Πεκίνου-Μόσχας παραμένει ακόμα άρρηκτο, με την σινική πλευρά να παίζει σίγουρα το ρόλο του πρώτου βιολιού σε αυτό το «ντουέτο».

Η τράπουλα ξαναμοιράζεται σε κάθε περίπτωση και αυτό που θα πρέπει να επισημάνει κανείς είναι ότι μια σειρά από μεγάλες πληθυσμιακά χώρες, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα των υπολοίπων της BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) και όχι μόνο αυτές, δεν έχουν καταγγείλει τη ρωσική εισβολή ή σε κάθε περίπτωση δεν έχουν ταχθεί τυφλά στο πλευρό της Δύσης, δείχνοντας ότι η Ρωσία δεν είναι και τόσο απομονωμένη όπως αυτάρεσκα σημειώνουν κάποιοι στην Ουάσιγκτον ή στις Βρυξέλλες.

Ο οικονομικός πόλεμος δεν θα τελειώσει

Προφανώς η στάση του Βλαντίμιρ Πούτιν, με την υπογραφή του διατάγματος για την πληρωμή σε ρωσικό νόμισμα των υδρογονανθράκων που εξάγονται σε «μη φιλικές χώρες», έχει ως στόχο να θυμίσει στους κυβερνήτες της ΕΕ, ότι εκτός από τον πόλεμο με τα όπλα στην Ουκρανία, στον οποίο συμμετέχουν έμμεσα με την αποστολή πολεμικού υλικού στο Κίεβο, υπάρχει και ένας οικονομικός πόλεμος, που ξεκίνησε από τις Βρυξέλλες με την μορφή των «κυρώσεων» και μπορεί να αποδειχθεί εξίσου ανελέητος. Η απαίτηση της Μόσχας για πληρωμές σε ρούβλια είναι μια μόνο πτυχή αυτού του πολέμου. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν οι εκατέρωθεν κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, οι απαγορεύσεις εξαγωγών, η μείωση τζίρου για εταιρίες που δρούσαν στη ρωσική επικράτεια, τα «σπασίματα» στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η απειλή μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης. Ολες αυτές οι οδυνηρές συνέπειες δεν θα αρθούν ως δια μαγείας ακόμα και όταν θα σιγήσουν τα όπλα. Ειδικά οι ΗΠΑ φαίνεται να στοχεύουν σε μια μακρόχρονη ασφυκτική οικονομική πίεση προς τη Μόσχα, κάτι που δεν είναι απαραίτητα το πιο ευνοϊκό σενάριο για την υπόλοιπη Ευρώπη, που θα πρέπει επιτέλους να επεξεργαστεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη σχέση της με τη Ρωσία.

Η πράσινη συμφωνία εξαερώνεται...

Η μεταφορά κονδυλίων στους τομείς της «άμυνας», αλλά και στην δημιουργία νέων δομών και δικτύων για την «μετάβαση» στο υγροποιημένο φυσικό αέριο δε μπορεί παρά να φέρει και πάλι πίσω τους στόχους για την «πράσινη μετάβαση». Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το LNG κάθε άλλο παρά «καθαρό» είναι, λόγος για τον οποίο για παράδειγμα το είχε απορρίψει προ διετίας η γαλλική κυβέρνηση ή δεν το περιελάμβανε ουσιαστικά στο σχεδιασμό της η Γερμανία. Οι μεγαλόστομες υποσχέσεις για ενίσχυση του ποσοστού παραγόμενης ενέργειας από τις ΑΠΕ, μένει να αποτιμηθούν στο επί του πρακτέου και στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατότητων της Ευρώπης. Επίσης το να αλλάξει ο προορισμός των ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας από την ΕΕ προς την Ανατολή δε σημαίνει ότι θα μειωθούν οι ρύποι στον πλανήτη. Και σε αυτό το κομμάτι η ΕΕ λειτουργεί εγωϊστικά και οικονομίστικα, κάτι που μόνο ένα μικρό κομμάτι εκείνων που διαδηλώνουν εναντίον του πολέμου δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα. Η ανάγκη μετατροπής ενός αόριστα «αντιπολεμικού» κινήματος σε φιλειρηνικό, οικολογικό, κοινωνικό και δικαιωματικό θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα για τις προοδευτικές δυνάμεις του πλανήτη. Ο πόλεμος έχει πλέον πολλές παράπλευρες πτυχές και η εκεχειρία δεν θα σημάνει ούτε την παγκόσμια ειρήνη, ούτε την πλανητική δικαιοσύνη και τη μείωση των τεράστων ανισοτήτων.