Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
To όνειρο της Μαρί Λεπέν
Τρίτη, 19/04/2022

Το ακροδεξιό κόμμα παραμένει μια παραδοσιακά ισχυρή δύναμη στη Γαλλία και έχει απειλήσει αρκετές φορές να βρεθεί κοντά στην εξουσία. Κάτι που αποφεύχθηκε τουλάχιστον δύο φορές με τη συστράτευση των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων, χωρίς πάντως να αντιμετωπιστούν ποτέ στη ρίζα τους τα αίτια της ισχύος του, αφού συνεχίζει να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη θεματολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν κέρδισε τις εκλογές του 2017 ως κυματοθραύστης απέναντι στην εφιαλτική προοπτική μιας θριαμβευτικής εισόδου της Μαρίν Λεπέν στα Ηλύσια Πεδία. Αλλά ο αλαζονικός και συχνά αυταρχικός τρόπος, με τον οποίο κυβερνά, ειδικά όταν βρει τα σκούρα, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράδειγμα προς μίμηση γνήσιου φιλελευθερισμού.

Αυτό το εκβιαστικό δίλημμα επανέρχεται και πάλι για τους Γάλλους. Η συνέχιση αυτής της κατάστασης οφείλεται βεβαίως σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία της γαλλικής Αριστεράς να αντιπαραθέσει τη δική της προοπτική για ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο μοιάζει ολοένα και πιο αναχρονιστικό και κινείται σε αδιέξοδα. Αποτελεί όμως ένα τεράστιο ζήτημα δημοκρατίας, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών και ειδικά τα κινήματα, που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως αυτό των «κίτρινων γιλέκων» ουσιαστικά παραμένουν πρακτικά χωρίς πολιτική εκπροσώπηση.

 

Το μήλο κάτω από τη μηλιά

Επί περίπου τέσσερεις δεκαετίες, όταν γινόταν λόγος για τη γαλλική ακροδεξιά το μυαλό όλων αυτομάτως πήγαινε στο Ζαν Μαρί Λεπέν. Ο γεννημένος το 1928 πολιτικός και πρώην μέλος της Λεγεώνας των Ξένων ξεκίνησε την πολιτική του δράση ήδη ως φοιτητής στην Τουλούζη. Ηταν μέλος διαφόρων εθνικιστικών οργανώσεων, όπως η «Γαλλική Δράση» και είχε σαν στόχο του την καταπολέμηση των κοιμμουνιστών. Υπήρξε σταθερά αρνητής του Ολοκαυτώματος, ενώ έχει καταδικαστεί αρκετές φορές για δηλώσεις του αλλά και για βιαιοπραγίες.

Το 1972 ίδρυσε το Εθνικό Μέτωπο, με στόχο ακριβώς την ενοποίηση όλων των εθνικιστικών δυνάμεων της Γαλλίας. Το χρονικό σημείο δεν είναι τυχαίο. Στη Γαλλία έχει εκείνη την περίοδο ενηλικιωθεί μια γενιά, η οποία δεν γνώρισε τον πόλεμο. Οι πρώην συνεργάτες των ναζί στο μεταξύ αισθάνονται ασφαλέστεροι. Και η Δεξιά συνολικά θέτει στον εαυτό της την υποχρέωση να δώσει μια συνολική απάντηση στο Μάη του ΄68. Το εγχείρημα αυτό στέφθηκε σε μεγάλο βαθμό με επιτυχία, ειδικά από τη δεκαετία του ΄80 και μετά. Ο Ζαν Μαρί Λεπέν ήταν πέντε φορές υποψήφιος της ακροδεξιάς στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία με αποκορύφωμα το 2002, όταν και κατάφερε με ποσοστό 17% να είναι δεύτερος και να περάσει στο δεύτερο γύρο. Τότε φυσικά ηττήθηκε άνετα από τον κεντροδεξιό Ζακ Σιράκ, αφού και πάλι υπήρξε συσπείρωση των δημοκρατικών δυνάμεων για την αντιμετώπισή του.

Το 2007 συγκέντρωσε το 10,4%. Ηταν η περίοδος που η κόρη του Μαρίν Λεπέν, την οποία έτσι κι αλλιώς όλοι θεωρούσαν ως τη διάδοχό του είχε αρχίσει να μιλάει για την ανάγκη «αποδαιμονοποίησης και εκσυγχρονισμού» του κόμματος. Το 2011 πράγματι ο πατέρας θα παραδώσει τα σκήπτρα του κόμματος στην κόρη, η οποία θα είναι υποψήφια στις εκλογές του 2012 και θα έρθει τρίτη με 17,9%. Το 2017 όμως θα καταφέρει να μπει στο δεύτερο γύρο με ποσοστό 21,3%, λίγο πίσω από το 24% του Μακρόν, από τον οποίο και θα ηττηθεί τελικά στις επαναληπτικές κάλπες.

Ο «εκσυγχρονισμός», τον οποίο διατυμπάνιζε ήταν κυρίως μιντιακού-επικοινωνιακού χαρακτήρα. Ενα κενό κέλυφος. Η φρασεολογία της παραμένει ξενοφοβική, με αντισημητικά υπονοούμενα, ενώ στο στόχαστρό της έχει μπει και πάλι ο Μάης του '68 και οι ελευθεριακές ιδέες του.

Η «μεταμόρφωση»

Το 2018 η Λεπέν αποφάσισε να μετονομάσει το κόμμα σε «Εθνική Συσπείρωση», προφανώς για να διαφοροποιηθεί από το ακραίο παρελθόν του Ζαν Μαρί, μια απόφαση πάντως, την οποία ο πατέρας της αποκάλεσε «πολιτική αυτοκτονία». Η ίδια δικαιολόγησε αυτό το βήμα με την ανάγκη σύναψης συμμαχιών στο μέλλον, ενώ δεν δίστασε να αφαιρέσει από τον πατέρα της τον τίτλο του επίτιμου προέδρου του κόμματος. «Ο στόχος μας είναι ξεκάθαρος: Εξουσία» δήλωσε η ίδια και στις ευρωεκλογές του 2019 έφερε το κόμμα της στην πρώτη θέση με ποσοστό 23,3%. Κέρδισε 23 από τις 79 έδρες, που αντιστοιχούν στη Γαλλία.

Η ίδια πάντως δεν ήταν τότε επίσημα επικεφαλής του ψηφοδελτίου, αν και σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του προεκλογικού αγώνα. Η πολιτική της στόχευση τοποθετείται πλέον στο Παρίσι. Ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου όρισε τον 23χρονο Ζορντάν Μπαρντελά, παιδί μονογονεϊκής οικογένειας από τα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού, ο οποίος μονότονα επαναλάμβανε ότι θέλει να προστατεύσει τους πολίτες από την παγκοσμιοποίηση.

Η Λεπέν χαιρέτισε με ενθουσιασμό την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την ΕΕ, αλλά, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, αποφεύγει να μιλήσει για το Frexit, γνωρίζοντας ότι οι Γάλλοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ενωση ως μια δική τους έμπνευση και κατάκτηση. Αλλωστε και η ίδια, όπως και ο πατέρας της επί σειρά ετών έχει γευτεί τα προνόμια του να είσαι μέλος του ευρωκοινοβουλίου. Στις αρχές του 2019 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την υποχρέωσε να επιστρέψει 300.000 ευρώ στο ευρωκοινοβούλιο, τα οποία είχε ουσιαστικά καταχραστεί, αφού υποτίθεται ότι τα έδινε σε συνεργάτιδά της, ενώ στην πραγματικότητα έμπαιναν στη δική της τσέπη.

Η Λεπέν στοχεύει λοιπόν να γίνει η πρώτη ακροδεξιά πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ευρώπη. Κάτι που δεν κατάφερε για λίγες χιλιάδες ψήφους ο Αυστριακός Νόρμπερτ Χόφερ στις εκεί προεδρικές εκλογές το Δεκέμβριο του 2016. Παρεμπιπτόντως η αυστριακή και η ιταλική ακροδεξιά είναι αυτές με τις οποίες η Λεπέν έχει τις καλύτερες σχέσεις. Αλλωστε τα κόμματα αυτά συνδέει και μια κοινή συμπάθεια με συγκεκριμένους εθνικιστές ιδεολόγους από τη Ρωσία.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα συνέβησαν το 2014, όταν οι γαλλικές τράπεζες αρνήθηκαν να χρηματοδοτήσουν τον προεκλογικό της αγώνα, ενόψει των ευρωεκλογών. Τότε η Γαλλίδα πολιτικός κατάφερε να εξασφαλίσει ένα δάνειο ύψους 9 εκατομυρίων ευρώ από την ρωσικών συμφερόντων «First Czech Russian Bank». Μάλιστα δεν είχε κανένα πρόβλημα να καμαρώνει δημοσίως γι αυτό. Τώρα λόγω και του πολέμου προσπάθησε να αποφύγει τέτοιες κακοτοπιές, παίρνοντας προσεκτικά αποστάσεις από τη Μόσχα.

Ανεξαρτήτως όλων αυτών η Λεπέν παραμένει ένα «δημοφιλές» πρόσωπο για τα γαλλικά ΜΜΕ. Γνωρίζει πώς να «κατασκευάζει» ειδήσεις και να βρίσκεται σταθερά στην επικαιρότητα. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Στη Γαλλία υπάρχει ένα ευρύ δίκτυο παραδοσιακών, αλλά κυρίως σύγχρονων, διαδικτυακών Μέσων, τα οποία κινούνται στην αποκαλούμενη «φασιστόσφαιρα» ως ιμάντες μεταφοράς των ιδεών της.

Σύμφωνα με την Alexa, την ιστοσελίδα αναλύσεων-μετρήσεων του Ιντερνετ, εφτά από τις δέκα γαλλικές πολιτικές σελίδες με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα προέρχονται από το χώρο της ακροδεξιάς. Μάλιστα κάποια «ταλέντα» του χώρου κατάφεραν στο μεταξύ να γίνουν μόνιμοι αρθρογράφοι σε παραδοσιακά μέσα, όπως ο Ερικ Ζεμούρ, ο οποίος έγραφε στην κεντροδεξιά «Λε Φιγκαρό» και υποστήριξε ότι η Λεπέν θα ήταν η καταλληλότερη για το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Ο Ζεμούρ ήταν αυτός, ο οποίος κατά καιρούς έχει κάνει λόγο για την ανάγκη να ξεπεραστεί ο «εμφύλιος της Δεξιάς». Η απόφαση του για αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές αιφνιδίασε πολλούς και το ερώτημα είναι ποια στάση θα τηρήσει τώρα σε ένα δεύτερο γύρο μεταξύ Μακρόν και Λεπέν.

Η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης

Η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία που διαφαίνεται και σε αυτές τις εκλογές δεν είναι άσχετη με την συρρίκνωση μιας κοινωνικής ομάδας, που πολλές φορές σχηματικά αποκαλείται «μεσαία τάξη».

Στο βιβλίο του «Κοινωνικός Ικτερος» («Soziale Gelbsucht») ο συγγραφέας Γκιγιόμ Παολί

παρατηρούσε: «Η μεσαία τάξη είναι μια διανοητική κατάσταση. Σε αυτή ανήκει, όποιος θέλει να ανήκει. Στην ουσία ο όρος συμπεριλαμβάνει όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι για να μπορέσουν να επιβιώσουν χρειάζονται μια εργασία και έχουν μια τέτοια, σε αντιπαράθεση με την ανώτερη τάξη, που μπορεί να εργάζεται, αλλά δεν το έχει ανάγκη και με την κατώτερη τάξη που έχει ανάγκη μιας εργασίας για να μπορέσει να επιβιώσει, αλλά δεν την διαθέτει πάντα. Οταν είναι κακοδιάθετος ο μεσαιοταξίτης αισθάνεται ως αγελάδα για άρμεγμα, επειδή σε αντίθεση με τους πλούσιους πρέπει να πληρώσει φόρους και σε αντίθεση με τους φτωχούς δεν λαμβάνει κοινωνικά επιδόματα. Γι' αυτό το λόγο η μεσαία τάξη είναι πολύ ευάλωτη στα καλέσματα τόσο του νεοφιλελευθερισμού, όσο και του δεξιού εθνικισμού».

Ο Παολί επισημαίνει ότι «η μεσαία τάξη είναι ένα βασικό εργαλείο για την ουδετεροποίηση των συγκρούσεων. Οπου υπάρχει εξέγερση, εκεί σταματά η μεσαία τάξη». Βεβαίως υπάρχουν πολλοί, που ενώ ζουν ουσιαστικά στη φτώχεια και η επιβίωσή τους κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι, επιμένουν να θεωρούν τον εαυτό τους «μεσαιοταξίτη» και να ονειρεύονται την πορεία προς την κοινωνική κορυφή. Οταν το όνειρο χάνεται, τότε εξανεμίζεται και η ανοχή προς το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα.

Το χάσμα αστικών κέντρων και επαρχίας

Ενα άλλο ζήτημα, το οποίο αδυνατεί να αντιμετωπίσει η πολιτική είναι το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και την επαρχία. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 τα ποσοστά της Μαρίν Λεπέν στην επαρχία ήταν ελάχιστα κάτω από εκείνα του Μακρόν, τη στιγμή που στο Παρίσι η ακροδεξιά πολιτικός είχε μείνει κάτω από το 5%. Το φαινόμενο αυτό είδαμε ότι είναι έντονο και στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, όπου Ορμπαν και Κατσίνσκι οφείλουν μεγάλο μέρος της παντοδυναμίας τους στην συντριπτική τους υπεροχή στις φτωχότερες αγροτικές περιοχές. Αλλά και στις ΗΠΑ η αντιμεταναστευτική ρητορική του Τραμπ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής σε αγροτικές περιοχές με ελάχιστους μετανάστες. Το γεγονός ότι η οικονομική ισχύς περνά στις μεγάλες αστικές περιοχές, στα κέντρα μιας αναδυόμενης παγκόσμιας οικονομίας, οδηγεί πολλούς επιστήμονες σε συγκρίσεις με τη δεκαετία του '30 στην Ευρώπη. Ισως η ιστορία να μη μπορεί να απαλλαγεί από «μαύρες επαναλήψεις».