Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Μαύρο Κοινοβούλιο
Τρίτη, 04/10/2022

Ηταν η πραγματική, αλλά «κρυφή» νικήτρια των ιταλικών εκλογών. Η αποχή που ξεπέρασε το 36% κάπου ξεχάστηκε μέσα στο σοκ των υπολοίπων αποτελεσμάτων και της προσπάθειας να «χωνευτούν» από το σύστημα των Βρυξελλών. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και μετά τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, ειδικά μετά τον δεύτερο γύρο όταν ένα 28% των Γάλλων δεν πήγαν στις κάλπες. Αλλά μέσα στην γενική ανακούφιση για την «ήττα της Λεπέν» λίγοι ασχολήθηκαν. Oμως η περίπτωση της Ιταλίας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Πρόκειται για μια χώρα, όπου η συμμετοχή παρέμενε πάνω από 90% από το 1948 έως το 1979 και πάνω από 80 % από το 1983 έως το 2008. Μειώθηκε σε περίπου 73% το 2018. Η πτωτική τάση ήταν μεν συνεχής, αλλά κυμαινόταν μεταξύ 2-3 μονάδων ενώ τώρα ξεπέρασε το 9%. Με άλλα λόγια, 16,5 εκατομμύρια Ιταλοί γύρισαν τις πλάτες τους στις κάλπες. Αν τα 12,1 εκατ. ψήφοι της κεντρο-ακροδεξιάς είναι «θρίαμβος», αυτό τι είναι;

Φαντάσου να είναι εκλογές...

Ενα παλιό σύνθημα των αναρχικών έλεγε «φαντάσου να είναι εκλογές και κανείς να μην πάει να ψηφίσει». Κάτι τέτοιο μάλλον δύσκολα θα το... επιτύχουν οι πολιτικές ελίτ όσο και αν το προσπαθούν. Αλλά το ζήτημα της μη εκπροσώπησης στο κοινοβουλευτικό σύστημα του ενός τρίτου της κοινωνίας δεν είναι καθόλου αστεία υπόθεση. Όταν γινόταν λόγος για κοινωνίες δύο τρίτων κάτι άλλο προφανώς εννοούσαν, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι πολλοί από αυτούς, που επιλέγουν το περιθώριο πολιτικά, έχουν προηγουμένως οδηγηθεί στο κοινωνικό περιθώριο, εξαιτίας των πολιτικών διαιώνισης και διόγκωσης των ανισοτήτων.

Αυτό διαφαίνεται ήδη από μια πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων. Οι περιφέρειες με μεγαλύτερη μείωση της συμμετοχής είναι οι φτωχότερες. Οπως σημειώνει και το Jacobin Italia: «Η μείωση της προσέλευσης ήταν γενικευμένη, αλλά πολύ μεγαλύτερη στις νότιες περιοχές από ό,τι στις βόρειες: εάν η Emilia-Romagna (71,97%), το Veneto (70,15%) και η Λομβαρδία (70,09%) κατέγραψαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή, τα πιο αρνητικά στοιχεία ήταν στην Καλαβρία (50,79%), Σαρδηνία (53,15%) και Καμπανία (53,29%). Σε επιβεβαίωση αυτών των στοιχείων, το Ινστιτούτο Ixé υπολόγισε το επίπεδο της αποχής σε 50% (έναντι μέσου όρου 36%) μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν οικονομική δυσκολία.

Το όσο το χειρότερο δεν είναι ποτέ καλύτερο

Ουσιαστικά οι καταγραφές αυτές επιβεβαιώνουν αυτό που είχαν πρώτοι καταγράψει το 1933 δύο Αυστριακοί κοινωνιολόγοι, η Μαρί Γιάχοντα και ο Πάουλ Λάζαρσφελντ στην έρευνα τους με τίτλο «Οι άνεργοι του Μαρίενταλ». Μελέτησαν τη στάση των ανθρώπων μιας πόλης, που είχε ουσιαστικά ιδρυθεί όταν φτιάχτηκε εκεί ένα εργοστάσιο και οι οποίοι βρέθηκαν χωρίς καμιά προοπτική, όταν εν μέσω κρίσης η επιχείρηση έβαλε λουκέτο.

Το βασικότερο συμπέρασμα που κλόνισε πολλούς ήταν ότι η μαζική ανεργία και η διολίσθηση στη φτώχεια δεν προκαλεί ριζοσπαστικοποίηση, δεν ξυπνάει επαναστατικά αισθήματα, αντίθετα οδηγεί στην απάθεια και την παραίτηση. Οι ερευνητές ανέφεραν ακόμα και την στάση του σώματος των ανέργων, που περπατούσαν με το κεφάλι σκυφτό.

Ο νεοφιλελευθερισμός εκμεταλλεύτηκε αυτή την έμφυτη τάση «επιστημονικά». Σκεφτείτε λίγο τις θεωρίες περί «τεμπέληδων» και «αρίστων», περί «αποτυχημένων» και «επιτυχημένων».

Η αποχή ήταν λοιπόν και τώρα η συντριπτικά υπερέχουσα «τάση» μεταξύ αυτών που ζουν στην φτώχεια και στην ανασφάλεια. Αυτών που κατρακύλησαν κοινωνικά μετά τις απανωτές κρίσεις των τελευταίων 12 χρόνων. Αλλά αυτό μάλλον δεν ενοχλεί ιδιαίτερα, τα παραδοσιακά κόμματα. Για παράδειγμα το Δημοκρατικό Κόμμα πέφτει στο 15,3% σε αυτούς που δηλώνουν ότι ζουν σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες και μόλις στο 8,1% σε αυτούς που δηλώνουν ανεπαρκείς. Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα νούμερα που αφορούν τους «Αδελφούς Ιταλούς». Το ποσοστό τους από το 26% του μέσου όρου πέφτει σε 13,4% μόλις, μεταξύ εκείνων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.

Οι μόνοι που με βάση τις μετρήσεις του ίδιου Ινστιτούτου κατάφεραν να έχουν μια διείσδυση μεγαλύτερη του συνολικού ποσοστού τους σε αυτή την κοινωνική ομάδα ήταν το «Κίνημα 5 Αστέρων». Το κόμμα του Τζιουζέπε Κόντε με μέσο ποσοστό 15,3% ανεβαίνει στο 19,5% και στο 27,2% μεταξύ εκείνων, που δηλώνουν σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες και σε ανεπαρκείς συνθήκες αντίστοιχα. Ηταν ουσιαστικά το μόνο κόμμα που αμφισβήτησε την οικονομική πολιτική Ντράγκι, εκτός των μικρότερων κομμάτων της Αριστεράς. Ετσι οι «Πεντάστεροι» μπορεί να έπεσαν στις μισές ψήφους σε σχέση με το 2018, αλλά σημείωσαν μια σημαντική ανάκαμψη σε σχέση με τις ευρωεκλογές και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, χάρις σε μια κοινωνική ατζέντα έστω χωρίς ιδεολογικές αναφορές.

Είναι κι αυτή μια από τις πλευρές της μεγάλης μεταβλητότητας της ψήφου, που μετατρέπει τα περισσότερα κόμματα σε «ασανσέρ» από τη μια εκλογική μάχη στην επόμενη και δείχνει ένα κομματικό σύστημα σε σοβαρή κρίση με «μια ψήφο που είναι ολοένα και πιο ρευστή και λιγότερο συνδεδεμένη με τις πολιτικές δεσμεύσεις».

Το «τέλος των ιδεολογιών» φέρνει το μετα-φασισμό

H προσπάθεια να εξαφανιστούν οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των προγραμμάτων των κομμάτων, η αποιδεολογικοποίηση και απονεύρωσή τους, οι κούφιες ή τεχνικού περιεχομένου αναφορές στην «πρόοδο», εξηγούν το γιατί πολλοί Ιταλοί ήταν αναποφάσιστοι μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν όλα τα κόμματα σου φαίνονται ίδια τότε δυσκολεύεσαι να επιλέξεις, όπως έγραφε ένας Ιταλός πολιτικός επιστήμονας. Σημείωνε όμως και κάτι άλλο. Ότι αυτή η «αποπολιτικοποίηση» της πολιτικής έκανε πολλούς να δηλώνουν δημόσια ότι δεν τους ενδιαφέρει τι μπορεί να πιστεύει η Μελόνι για τον Μουσολίνι. «Δεν βλέπω κανέναν φασισμό» ήταν μια φράση από πολλούς Ιταλούς που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να δηλώσουν ότι θα την ψηφίσουν.

Σε ότι αφορά τη νεολαία, αυτή έχει εξωθηθεί σε μια εντελώς απολιτίκ θεώρηση των πραγμάτων με την πολιτική ως μια παροχή υπηρεσιών συνήθως μετρίων, που μια στα τόσο επιχειρεί να τους καλοπιάσει με φτηνά «δωράκια». Μια τακτική που έχουμε δει να προκρίνεται με ενθουσιασμό και από τον ελληνικό σκληρόπετσο νεοφιλελευθερισμό. Αν υπάρχει ωστόσο ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι όσοι νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν με την πολιτική ενεργά το κάνουν με ένα συνειδητοποιημένο τρόπο, όπως έδειξαν για παράδειγμα οι παρεμβάσεις τους σε προεκλογικές εκδηλώσεις της ακροδεξιάς. Ετσι το αποθαρρυντικό 3,6%, που συγκεντρώνει κατά μέσο όρο η Συμμαχία Αριστεράς και Πρασίνων μετατρέπεται σε 10,5% μεταξύ των ψηφοφόρων ηλικίας 18 και 24 ετών. Αυτό είναι ένα από τα ελάχιστα φωτεινά σημεία μέσα στη μαυρίλα των ημερών και δείχνει ακριβώς, ότι η Αριστερά οφείλει να παίζει μπάλα στις αλάνες των ιδεών, και όχι στα αποστειρωμένα mall των νεοφιλελεύθερων βιτρίνων.