Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Φοβού τους άμπαλους και ρόπαλα φέροντες
Δευτέρα, 25/09/2023

Στην αρχή κάποιες διευκρινίσεις. Είμαι φίλος της Λίβερπουλ, μιας ομάδας που έχει πληρώσει πολύ ακριβά, αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «χουλιγκανισμό». Αν δεν είχε υπάρξει η τραγωδία του Χέιζελ στις Βρυξέλλες το Μάη του 1985, που στοίχισε τη ζωή σε 39 ανθρώπους και ο «υποχρεωτικός» αποκλεισμός των «κόκκινων» για μια εξαετία από την Ευρώπη, τότε ίσως σήμερα η ομάδα μου να μην είχε κατρακυλήσει στη μετριότητα και να είχε τα ίδια ευρωπαϊκά τρόπαια με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αλλά βεβαίως η ιστορία δεν γράφεται με αν.

Αυτό που κατέγραψε η ιστορία ήταν ένα παιδαριώδες μεν, εγκληματικό δε λάθος της αστυνομίας του Βελγίου και των διοργανωτών γενικώς, που έκριναν σκόπιμο να βάλουν στο ίδιο «πέταλο» Αγγλους και Ιταλούς οπαδούς μαζί, αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Γιατί τελικά, όπως συνέβη τώρα και στη Νέα Φιλαδέλφεια χρειάζεται πάντα η ανοησία κάποιων «υπεύθυνων» για να μπορέσει να γίνει το κακό.

Όλα στο ίδιο καζάνι

Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά τη διαφωνία μου με τη λογική να μιλάμε γενικώς και αορίστως για χούλιγκανς και «οπαδική βία», κάθε φορά που θα προκύψει ένα δυσάρεστο συμβάν που σχετίζεται με τη μπάλα. Ηταν διαφορετική η βία στις δεκαετίες του ’80 στην Αγγλία της αποβιομηχάνισης, από όσα μπορεί να βιώνουμε σήμερα. Είναι άλλο πράγμα επεισόδια κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ή μετά από αυτόν με «ραντεβού θανάτου», που μπορεί να δίνουν οπαδοί εκτός γηπέδων, κάτι που αποτελεί συνήθεια και στη χώρα μας.

Είναι επίσης εύκολο να ρίχνουν πάντα οι υπεύθυνοι τις ευθύνες στο «διεθνές, διαχρονικό φαινόμενο της βίας στα γήπεδα», όπως έκανε τώρα ο κύριος Οικονόμου για να ξεμπερδέψει με τις δικές του ευθύνες. Το κορυφαίο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας σχετίζεται δυστυχώς πάλι με τη Λίβερπουλ. Η τραγωδία του Χίλσμπορο, το 1989 στο Σέφιλντ, που άφησε πίσω της 97 νεκρούς και εκατοντάδες σωματικά τραυματισμένους και ψυχικά κατακρεουργημένους ανθρώπους δεν ήταν προϊόν χουλιγκανισμού, αλλά εγκληματικών αποφάσεων της αστυνομίας, που στρίμωξε σε μια εξέδρα διπλάσιο από τον προβλεπόμενο αριθμό θεατών, στερώντας τους οποιαδήποτε έξοδο διαφυγής. Κι αυτό χρειάστηκαν δεκαετίες για να καταγραφεί και επίσημα με δικαστική βούλα, αφού στη Βρετανία της Θάτσερ οι φίλαθλοι ήταν απλώς «αλήτες», «ρεμάλια», «κατακάθια» μιας κοινωνίας, που άλλωστε δεν… υπήρχε.

Ο μύθος για τη Θάτσερ

Μια τρίτη διευκρίνιση αφορά το περιβόητο κλισέ ότι αυτή η ίδια κυρία Θάτσερ με τη «σιδερένια γροθιά» της κατάφερε να καθαρίσει το ποδόσφαιρο. Αυτός είναι ένας τεράστιος μύθος των οπαδών της αστυνομοκρατίας, του «νόμου και της τάξης». Η αλήθεια είναι ότι οι ίδιες οι ομάδες, ειδικά στην Αγγλία, από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι κάποιοι τους καταστρέφουν το πανάκριβο εμπορικό προϊόν τους αποφάσισαν να τους κρατήσουν εκτός γηπέδων. Αυτό συντελέστηκε με τη βοήθεια και των αρχών, αλλά κυρίως με ένα μάρκετινγκ, που έφερε στα γήπεδα ανθρώπους της μεσαίας τάξης και πάνω. Όπως μου είχε πει κάποτε ένας Αγγλος καθηγητής πανεπιστημίου, επί σειρά δεκαετιών ένα εισιτήριο γηπέδου κόστιζε όσο ένα πακέτο τσιγάρα. Σήμερα μπορεί ένα πακέτο να είναι πανάκριβο στην Αγγλία, 10 λίρες και πάνω, αλλά το εισιτήριο του γηπέδου έχει εξαπλάσια ή οκταπλάσια τιμή. Και μια «γνήσια» φανέλα της ομάδας 80 ή και 100 ευρώ ή λίρες. Δεν είναι δηλαδή «αγαθά» για το λαουτζίκο. Στα γήπεδα της Αγγλίας θα δεις περίπου τόσους «ποδοσφαιρικούς τουρίστες» από την Σκανδιναβία την Ασία ή τις πλούσιες αραβικές χώρες όσο και ντόπιους. Αυτό δεν αποτρέπει κάποιους ξεχασμένους να συνεχίζουν τα ραντεβού θανάτου, κάτω από γέφυρες μεσοβδόμαδα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μίσος των οπαδών της Γουέστ Χαμ και της Μίλγουολ.

Μια τέταρτη διευκρίνιση έχει να κάνει με την παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου, που μπορεί να ανοίγει απίστευτους ορίζοντες στους φίλους της άλλοτε ασπρόμαυρης μπάλας, αλλά έχει γεννήσει και νέες «βεντέτες». Το ότι οι φασίστες Κροάτες αποφάσισαν να χτυπήσουν τους ΑΕΚτζήδες δεν είναι άσχετο με την στοχοποίηση της ελληνικής ομάδας από την εποχή, που αποφάσισε να ταξιδέψει εν μέσω βομβαρδισμών στο Βελιγράδι και να αγωνιστεί «για την ειρήνη» σε εκείνο το ιστορικό φιλικό με την Παρτιζάν. Αλλά και με τους Ολυμπιακούς είχαν ανοίξει παρτίδες στο παρελθόν τα «Κακά Μπλε Παιδιά» όταν είχαν έρθει στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Η παγκοσμιοποίηση άνοιξε το δρόμο και για αδελφοποιήσεις ομάδων, που πολλές φορές στηρίζονται απλώς σε μια ψευδαίσθηση, αλλά συνήθως έχουν και πολιτικό πρόσημο. Το ότι μερίδα των οπαδών του Ολυμπιακού θεωρούν αδέρφια τους εκείνους του Ερυθρού Αστέρα, και του ΠΑΟΚ της Παρτιζάν δεν έχει να κάνει μόνο με το χρώμα της φανέλας, αλλά και με συγκεκριμένες ιδεολογίες. Που πολλές φορές κινούνται στο χώρο της ακροδεξιάς. Το χρώμα της φανέλας φαίνεται να είναι απλώς η αφετηρία, όπως έδειξαν οι πράσινοι του ΠΑΟ και της Ραπίντ ή οι κυανέρυθροι του Πανιωνίου και της Κρύσταλ Πάλας.

Αριστερά και ποδόσφαιρο

Το ποδόσφαιρο ζει από την ψευδαίσθηση. Και από αυτή δε μπορούν να δραπετεύσουν ούτε και οι Αριστεροί, ευεπίφοροι στην ιδέα της αδελφοποίησης με βάση κοινά ιδανικά. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ομάδες με αριστερές παραδόσεις. Η Λιβόρνο στην Ιταλία και η Μαρσέιγ στη Γαλλία, ομάδες που είναι αδελφοποιημένες με συνδέσμους της ΑΕΚ, που δηλώνουν «Αντίφα». Αλλά προφανώς δεν είναι όλοι οι ΑΕΚτζήδες αριστεροί, όσο και αν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Υπάρχουν βεβαίως ομάδες που μένουν πιστές, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες, σε προοδευτικές παραδόσεις, βάζοντας συχνά τον πρωταθλητισμό σε δεύτερη μοίρα. Η Ράγιο Βαγιεκάνο στην Ισπανία και η Ζανκτ Πάουλι αντίβαρο στο μπουρζουάδικο Αμβούργο στην Γερμανία. Οι οπαδοί της έχουν απαιτήσει να διωχτούν παίκτες εξαιτίας μιας εθνικιστικής ή ξενοφοβικής τους δήλωσης ή χειρονομίας και έχουν σηκώσει πανό γράφοντας ότι «οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι», προκαλώντας το γερμανικό μικροαστισμό. Αλλά όταν θέλεις να πρωταγωνιστείς και η ομάδα-επιχείρηση να βγάζει χρήμα τότε θα χρειαστεί κάποιες φορές να κάνεις και τα στραβά μάτια. Η Μπαρτσελόνα δε μοιάζει πια και τόσο με «άοπλο στρατό της Καταλονίας» και η διαφήμιση στη φανέλα πουλιέται για εκατομμύρια. Από την άλλη η Ατλέτικ Μπιλμπάο επιμένει να παίζει με Βάσκους και όχι με μισθοφόρους. Είναι θέμα επιλογής. Αλλά και υπολογισμών. Ισως να κοστίζει περισσότερο να χάσεις την ψυχή σου από ένα σπόνσορα. Καμιά φορά το μίσος για τον αντίπαλο λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία αλλά και απόδειξη ότι δεν παράτησες τις αρχές σου. Η σημερινή Σέλτικ στη Σκωτία (αδελφοποιημένη και αυτή με τη Λιβόρνο) δεν έχει και πολλά με εκείνο το «ίδρυμα» που εμπνεύστηκε ένας καθολικός ιερέας στη Γλασκόβη για να στηρίξει την φτωχή ιρλανδική κοινότητα. Αλλά είπαμε. Σημασία έχει πρωτίστως το τι πιστεύεις ότι είσαι και όχι τι πραγματικά είσαι.

Ο Μπιλ Σάνκλυ ο άνθρωπος που θεωρείται ο αναμορφωτής της Λίβερπουλ είχε κάποτε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από μια «υπόθεση ζωής και θανάτου». Είχε κατανοήσει και την πολιτική του σημασία. Είχε παραδεχτεί πόσο σημαντική για την υπερηφάνεια και την αυτοπεποίθηση των κατοίκων της εργατούπολης από τη μεσοδυτική Αγγλία ήταν η κυριαρχία της ομάδας του απέναντι στους υπερόπτες Λονδρέζους και τους Mancunians από το Μάντσεστερ. Οι Λιβερπούντλιανς συνεχίζουν να τραγουδούν «Fuck the Tories», όταν παίζουν με τους γαλάζιους της Τσέλσι ή της Λέστερ, σε μια πόλη που συνεχίζει να ψηφίζει σταθερά τους Εργατικούς ακόμα και τώρα, που ο αρχηγός τους Κιρ Στάρμερ μοιάζει πιο δεξιός και από τον Τόνι Μπλερ. Σε αυτή την ψευδαίσθηση της «λαϊκότητας» επένδυσε από την πρώτη στιγμή και ο μάστορας των δημοσίων σχέσεων Γιούργκεν Κλοπ, πουλώντας ανέξοδη αριστεροσύνη, αυτός ο εκατομμυριούχος της μπάλας, που έχει συμβόλαιο με άλλη εταιρεία από αυτή της ομάδας ακόμα και για τα παπούτσια που φορά στο γήπεδο.

Οι κακοποιοί, κακοποιητές του ποδοσφαίρου

Βεβαίως άλλο πράγμα είναι να ζεις το μύθο σου ως αλληλέγγυος και ιδεαλιστής σε μια εποχή πλήρους εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου και εντελώς διαφορετικό να βλέπεις το γήπεδο ως εργοτάξιο αναπαραγωγής ακροδεξιάς ή καθαρά ναζιστικής ιδεολογίας. Η Ντινάμο Ζάγκρεμπ, πέμπτη φάλαγγα εδώ και τρεις δεκαετίες του βάναυσου κροατικού εθνικισμού, είναι τώρα το επίκαιρο και κραυγαλέο παράδειγμα, αλλά δεν είναι η μόνη. Οι οπαδοί της Λάτσιο στη Ρώμη δεν ανέχονται μαύρους παίκτες στην ομάδα τους και δεν ντρέπονται να χαιρετούν φασιστικά στις εξέδρες. Η «εξαγνισμένη» λόγω πολέμου Ντινάμο του Κιέβου είχε προκαλέσει σοκ, όταν οπαδοί της εμφανίστηκαν στο γήπεδο με ενδυμασία Κου Κλουξ Κλαν και πανό υπέρ της «Λευκής Ισχύος». Ακροδεξιοί σύνδεσμοι οπαδών δίνουν τον τόνο και στο γήπεδο της Στρασμπούρ στη Γαλλία.

Και φυσικά ο εθνικισμός στην ακραία μορφή του εκδηλώνεται και στους αγώνες των εθνικών ομάδων. Κροάτες και Ούγγροι έχουν δώσει αρκετά τέτοια σημάδια. Ολλανδοί και Γερμανοί έχουν βιώσει επεισοδιακά ραντεβού σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Οι λάτρεις της μπύρας Άγγλοι έχουν αφήσει σε πολλές χώρες τα διαπιστευτήρια τους. Η αμεσότητα της ποδοσφαιρικής αντιπαράθεσης, ειδικά σε νοκ-άουτ αγώνες, εκεί που δεν υπάρχει περιθώριο για ισοπαλία και συμβιβασμούς είναι το καλύτερο υποκατάστατο της μάχης, που ελπίζεις ότι θα αφήσει εσένα όρθιο και τον αντίπαλο σωριασμένο στο χώμα.

Σε κάποιους βεβαίως δεν αρκεί να μεταβιβάσουν αυτό το ρόλο σε κείνους που πληρώνονται για να φορέσουν τη φανέλα με το λατρεμένο σήμα. Ντύνονται οι ίδιοι μαχητές και ετοιμάζουν εκστρατείες για την εξόντωση του αντιπάλου. Όπως τα Βad Βlue Βoys της Ντινάμο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο χουλιγκανισμός αυτού του τύπου βαδίζει χέρι χέρι με το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ομάδες που είναι οργανωμένες σε ένα μοντέλο που επιτρέπει τη συμμετοχή των οπαδών (μελών) σε διαδικασίες αποφάσεων κατορθώνουν συχνά να αποτρέψουν την κυριαρχία ακροδεξιών στην εξέδρα. Το παράδειγμα της Ντόρτμουντ, αλλά συνολικότερα του γερμανικού ποδοσφαίρου που διατηρεί σταθερά τη σχέση του με τη βάση είναι χαρακτηριστικό. Γρήγορα έδιωξαν από την κερκίδα τέτοια στοιχεία. Γιατί σε τελική ανάλυση όταν τραγουδάς πριν από κάθε ματς το «You’ll never walk alone» όπως και οι οπαδοί της Ντόρτμουντ δε μπορεί να είσαι φασίστας.