Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Οταν η θεραπεία μας δεν αντιμετωπίζει την ασθένεια, δε φταίει η θεραπεία, αλλά πάντα η ασθένεια.
Με το κεφάλι στην άμμο
Τετάρτη, 17/06/2015

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν φυσικά να συνεχίσουν να κρατούν το κεφάλι τους θαμμένο μέσα στην άμμο και να κάνουν ότι δεν βλέπουν τίποτα. Αλλά τα σημάδια είναι τόσο πολλά που ακόμα και έτσι μπορεί παρά κάτι να αισθανθούν από τις αναταράξεις. Mόνο τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες είδαμε την αμφισβήτηση της σύγχρονης «ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής» να εκφράζεται ανοιχτά και βροντερά σε μια σειρά από χώρες.

Στη Βρετανία οι εκλογές επιβράβευσαν ουσιαστικά την ευρωσκεπτική στροφή του Ντέιβιντ Κάμερον και έδωσαν ένα ισχυρό πλήγμα στον δικομματισμό, το οποίο δεν εκφράστηκε κοινοβουλευτικά μόνο χάρις στο εκλογικό σύστημα. Αλλά οι αντιευρωπαϊστές λαϊκιστές του UKIP, του κόμματος Ανεξαρτησίας έχουν πλέον ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο των διψήφιων ποσοστών.

Στην Ισπανία είχαμε επίσης την κατρακύλα του δικομματισμού και την άνοδο δυνάμεων που αμφισβητούν την μέχρι τώρα πολιτική λιτότητας. Και εδώ διαψεύστηκαν προγνωστικά, που ήθελαν τον πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι να επιβιώνει ως θεματοφύλακας της καθορισμένης από Βερολίνο και Βρυξέλλες πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης.

Στην Πολωνία η επικράτηση ενός υποψήφιου από ένα συντηρητικό, φιλοκληρικό και ευρωκριτικό κόμμα πάγωσε πολλούς, αλλά επιβεβαίωσε ότι το δικομματικό μοντέλο όπως το ονειρεύονταν στη Δύση πριν από μια εικοσαετία δεν έχει μπορέσει να παγιωθεί σε καμιά χώρα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Εκτός αυτού Πολωνοί και Τσέχοι συνεχίζουν να δηλώνουν την απέχθειά τους για το εγχείρημα του ευρώ και να βλέπουν πολύ πιο φιλικά το βρετανικο μοντέλο ευρωπαϊκής ...συνεργασίας.

Στην Ουγγαρία ισχύει κάτι παρόμοιο, με το πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν να αγνοεί τις προειδοποιήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων ακόμα και για έξωση της χώρας από την ΕΕ αν επαναφέρει τη θανατική ποινή. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο βαθιά συντηρητικός Μαγυάρος πολιτικός προκαλεί ανοικτά με τις αποφάσεις του τις Βρυξέλλες.

Στην Αυστρία οι «Ελεύθεροι» κληρονόμοι του άλλοτε τρομερού παιδιού της ακροδεξιάς Γιέργκ Χάιντερ είδαν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται στα κρατίδια της Στυρίας και του Μπούργκενλαντ χάρις σε μια αντιευρωπαϊκή και ξενοφοβική συνθηματολογία, που εξηγεί τις απειλές της κρίσης ρίχνοντας τις ευθύνες στους μετανάστες.

Στην Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ένα κούφιο κατασκεύασμα των ΜΜΕ, η ακροδεξιά δείχνει τα δόντια της και οι «αντισυμβατικοί» επικριτές της ΕΕ, με πρώτο και καλύτερο τον Μπέπε Γκρίλο αμφισβητούν και γκρεμίζουν σταθερά τον μεταπολεμικό δικομματισμό.

Για τη Γαλλία λίγο πολύ όλοι έχουν ακούσει ότι η Μαρίν ΛεΠέν ετοιμάζεται για το μεγάλο άλμα της στις επόμενες προεδρικές εκλογές και ο Νικολά Σαρκοζύ προσπαθεί να την ανακόψει χρησιμοποιώντας πάλι παλιά υλικά και παλιές συνταγές σε νέα συσκευασία για να σώσει όχι μόνο την παράταξη του αλλά και την ουσία του δικομματισμού. Το αν θα τα καταφέρει είναι κάτι για το οποίο πολλοί αμφιβάλλουν.

Το μοντέλο των δύο μεγάλων κομμάτων κεντροδεξιά-κεντροαριστερά δεν αποτέλεσε μόνο ασφαλιστική δικλείδα για την κοινωνική ειρήνη, αλλά εγγυήθηκε για δεκαετίες την εναλλαγή στην εξουσία κομμάτων, που δεν αμφισβητούσαν το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας των αγορών και τις μαγικές ικανότητες του «αόρατου χεριού». Αυτή η «ομοιομορφία» των πολιτικών συστημάτων διαιώνισε και μια πολιτική ετεροκαθορισμού των εθνικών πολιτικών από υπερεθνικά κέντρα, τα οποία μέσα στην ευφορία τους άρχισαν να αδιαφορούν από ένα σημείο και μετά για τη στοιχειώδη θεσμική τους κατοχύρωση και τη λαϊκή συγκατάβαση. Αποτέλεσμα ήταν να μετατραπούν σε «μακέτες», αταίριαστες με τις ανάγκες των κοινωνιών.

Κι όμως οι «ελίτ» των Βρυξελλών κάνουν σαν μην συμβαίνει τίποτα. Ο ελιτισμός τους συντηρεί ακόμα τον στρουθοκαμηλισμό τους. Οργανώνουν συναντήσεις, σεμινάρια, διασκέψεις για να εξηγήσουν πόσο πολύ τους απασχολούν σύγχρονα προβλήματα, όπως η ανεργία των νέων ή το μεταναστευτικό. Υπόσχονται να τονώσουν την οικονομία με συνταγές, που ως τώρα δεν αποδίδουν, όπως το «πρόγραμμα Γιούνκερ», που επιδιώκει τη μόχλευση κεφαλαίων και την ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι, που θέλει να δώσει κίνητρα στις τράπεζες. Και τα δύο προγράμματα μέχρι στιγμής δεν δείχνουν να δικαιώνουν τις τεράστιες προσδοκίες. Αλλά αυτό μάλλον δεν ανησυχεί τους εμπνευστές τους. Η τακτική είναι παλιά και σίγουρη. Οταν η θεραπεία μας δεν αντιμετωπίζει την ασθένεια, δε φταίει η θεραπεία, αλλά πάντα η ασθένεια.