Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Τότε (1989) και σήμερα
Συρματόπλεγμα παντού
Πέμπτη, 10/03/2016

Ηταν μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές μου «εκδρομές». 27 Ιουνίου του 1989 και μετά από μια πρόσκληση του υπουργείου Εξωτερικών από τη Βιέννη βρεθήκαμε μαζί με άλλους συναδέλφους σε ένα σημείο ανάμεσα στο Αυστριακό Κλίνγκενμπαχ και το ουγγρικό Χεγκυεσαλόμ, ακριβώς πάνω στα σύνορα της ...χωρισμένης από τον Ψυχρό Πόλεμο ...Αυστροοουγαρίας. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό, οι ένστολοι και από τις δύο πλευρές ασυνήθιστα εξυπηρετικοί και οι κάμερες αμέτρητες.

Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών, ο Αλοϊς Μοκ από την Αυστρία και ο Γκιούλα Χορν από την Ουγγαρία βρέθηκαν με δύο τεράστιες τανάλιες στα χέρια και χρειάστηκαν κάπου μισή ώρα για να κόψουν από πάνω μέχρι κάτω το συρματόπλεγμα, που χώριζε τις δύο χώρες. Δεν ήταν και άνθρωποι της χειρωνακτικής εργασίας θα πείτε...  Ο αστικός μύθος πάντως λέει ότι τα εργαλεία ήταν μαγυάρικα, για αυτό δεν λειτουργούσαν καλά. Ποιός ήθελε ακονισμένους κόφτες σε ένα ανατολικό μπλοκ, που ήταν από παντού περιφραγμένο; Αλλοι λένε ότι έφταιγε το σύρμα που ήταν ολοκαίνουριο, γιατί οι Ούγγροι συνοριοφύλακες είχαν ουσιαστικά αρχίσει να το ξηλώνουν περίπου δύο μήνες πριν και για τις ανάγκες της συγκεκριμένες σκηνοθεσίας αναγκάστηκαν να το ξαναπεράσουν στο συγκεκριμένο σημείο, φρέσκο και ανθεκτικό.
Ολα αυτά δεν είχαν σημασία. Σημασία είχε ο συμβολισμός αυτής της εικόνας. «Το τέλος του Σιδηρού Παραπετάσματος» έγραψαν οι πιο σκληροπυρηνικοί στη Δύση. Μια νίκη της ελεύθερης Ευρώπης, είπε ο Αλοϊς Μοκ, που έξι χρόνια μετά θα έπαιρνε τον τίτλο «Κύριος Ευρώπη» όταν και ολοκλήρωνε με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις για ένταξη της χώρας του στην ΕΕ και εγκατέλειπε το υπουργείο χτυπημένος και από τη νόσο Πάρκινσον.

Η εικόνα λοιπόν ταξίδεψε. Πριν από όλα στην Ανατολική Γερμανία. Οι πολίτες της επαναπρογραμμάτισαν μαζικά τις διακοπές τους εκείνο το καλοκαίρι και έφτασαν στην Ουγγαρία. Στην αρχή δειλά-δειλά, μετά μαζικά και προκλητικά περνούσαν τα χωρίς συρματοπλέγματα σύνορα. Εμπαιναν στην Αυστρία και από εκεί έφταναν εύκολα στη Δυτική Γερμανία, υλοποιώντας ένα όνειρο, που έμοιαζε άπιαστο για δεκαετίες.  Το καλοκαίρι κυλούσε οι μεταναστευτικές ροές αυξάνονταν. Η Ανατολική Γερμανία αιμορραγούσε. Οσοι έμεναν εκεί άρχισαν να διαδηλώνουν. Και κάπως έτσι φτάσαμε σε εκείνη τη βραδιά του Νοέμβρη στο Βερολίνο, με το άνοιγμα του τείχους, που πάλι είχα την τύχη να ζήσω από κοντά.

Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν σα να έγιναν σε άλλο πλανήτη. Κατά μήκος των συνόρων τους μια σειρά από χώρες, που τότε πανηγύριζαν για το «τέλος της διαίρεσης», τραβούν πάλι συρματοπλέγματα. Για 20.000 χιλιόμετρα νέου παραπετάσματος κάνει λόγο το τελευταίο Spiegel... Στην καρέκλα του Αλοϊς Μοκ κάθεται σήμερα ο Σεμπάστιαν Κουρτς και σε εκείνη του Γκιούλα Χορν, ένας υπουργός με όνομα τόσο δύσκολο να το προφέρεις (Péter Szijjártó) που οι δημοσιογράφοι είναι ευτυχείς που δεν χρειάζεται να το γνωρίζουν, αφού έτσι κι αλλιώς κουμάντο για όλα κάνει ο Βίκτορ Ορμπαν, ο Μαγυάρος πρωθυπουργός.

Κοντή μνήμη; Ναι και περισσή υποκρισία, από εκείνους που κάποτε καταδίκαζαν τους φράχτες, τα χαντάκια και τα ηλεκτροφόρα σύρματα και σήμερα έχουν εναποθέσει σε όλα αυτά την «ελπίδα» για τη σωτηρία του έθνους τους. Ο φιλοευρωπαϊσμός τους και τα ιδεώδη τους ήταν πιο ξεδοντιασμένα και από εκείνους τους κόφτες του Ιουνίου του 89. Μόνο που οι κόφτες απλά μας καθυστέρησαν για κανένα μισάωρο. Τώρα γυρνάμε πολλές δεκαετίες πίσω.