Εκ βάθρων αναμόρφωση της φορολόγησης των καυσίμων για λόγους, καταρχήν, περιβαλλοντικούς , …συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση το ΔΝΤ. Όπως τονίζεται στην ετήσια Έκθεση του οργανισμού «απαιτούνται υψηλότερες τιμές για μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα μεσοπρόθεσμα». Η παραπάνω προτροπή αναφέρεται σαφώς στις τιμές της βενζίνης, του πετρελαίου κίνησης και του πετρελαίου θέρμανσης. Παράλληλα εμμέσως πλην σαφώς η έκθεση ανοίγει και θέμα αύξησης των τιμολογίων της ΔΕΗ, με δεδομένο ότι η βασική πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει ο διόλου οικολογικός λιγνίτης.
Οι οικονομολόγοι του Οργανισμού σημειώνουν, βέβαια, ότι οι αυξήσεις πρέπει να γίνουν με ήπιο τρόπο, έτσι ώστε να εξομαλυνθούν βραχυπρόθεσμα οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά, που θα αντιμετωπίσουν υψηλότερους λογαριασμούς για την ενέργεια που χρησιμοποιούν, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζουν με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει αυτή η ήπια αύξηση, τη στιγμή που πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα και δύσκολα δημοσιονομικά μέτρα.
Το άκρον άωτον είναι ότι την ώρα που ΟΟΣΑ ζητά «φωτιά και τσεκούρι» στα ρυπογόνα καύσιμα, παρατηρεί ότι τα κίνητρα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι πολύ γενναιόδωρα και πρέπει να επανεξεταστούν. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός βάζει στο στόχαστρο του τα κίνητρα για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, τα οποία σύμφωνα με τους οικονομολόγους του συμβάλλουν στο ελλειμματικό ενεργειακό ισοζύγιο.