Στο 55% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού της χώρας θα αντιστοιχεί η παραγωγή από ΑΠΕ ως το 2030 και στο 32% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ οι επενδύσεις που θα χρειαστούν για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί εκτιμώνται σε 35 δισ. ευρώ ως το τέλος της επόμενης δεκαετίας.
Πρόκειται για τους στόχους που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο με περίπου ένα μήνα καθυστέρηση, εστάλη στις Βρυξέλλες για τελική διαβούλευση και οριστικοποίηση, όπως ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας.
Η προθεσμία αποστολής στην ΕΕ των εθνικών σχεδίων όλων των χωρών- μελών έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2018, με επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος, να μην έχουν καταθέσει εγκαίρως το σχέδιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2018, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και υδροηλεκτρικά στο διασυνεδεμένο σύστημα ξεπέρασε το 32% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού. Στα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνεται η παραγωγή και η κατανάλωση ηλεκτρισμού στα νησιά που δεν είναι συνδεδεμένα με το σύστημα.
Για την επίτευξη της αναδιάρθρωσης του ενεργειακού μείγματος της χώρας το Εθνικό Σχέδιο προδιαγράφει ένα ριζικό μετασχηματισμό του τομέα του ηλεκτρισμού, καθώς οι Α ΠΕ θα υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα με συμμετοχή πάνω από 55% στην τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού
Το ΕΣΕΚ αποτελεί το πλαίσιο πολιτικής μέχρι το 2030 και περιγράφει τους εθνικούς στόχους για την ενέργεια και το κλίμα με τους οποίους η χώρα θα συμβάλει στην επίτευξη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών στόχων, καθώς και συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Το σχέδιο είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο σε σχέση με τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα, οι οποίες συμβαδίζουν και με τη μελέτη της IPCC, της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για το κλίμα.
Οι βασικοί άξονες του ΕΣΕΚ περιλαμβάνουν:
- Τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η οποία κατά το έτος 2030 είναι της τάξης του 63% ως προς το 2010 για τους τομείς εντός συστήματος εμπορίας ρύπων - ETS), σημαντικά μεγαλύτερη του στόχου μείωσης τουλάχιστον κατά 43%. Για το non-ETS (το σύστημα εκτός εμπορίας) η μείωση προβλέπεται να είναι 31%, με στόχο τη μείωση τουλάχιστον κατά 16%.
- Την αναδιάρθρωση του ενεργειακού μίγματος της χώρας μέχρι το 2030, με αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο 32% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού το ΕΣΕΚ προδιαγράφει ένα ριζικό μετασχηματισμό του τομέα του ηλεκτρισμού, καθώς οι Α ΠΕ θα υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα με συμμετοχή πάνω από 55% στην τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού. Το ειδικό βάρος του λιγνίτη περιορίζεται σταδιακά, συνεχίζοντας όμως να βοηθά τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από εισαγωγές, ενώ το φυσικό αέριο συνεχίζει να αξιοποιείται στον ηλεκτρισμό παρέχοντας μεταξύ άλλων απαραίτητη ευελιξία. Σημαντική προβλέπεται επίσης η αύξηση της διείσδυση του φυσικού αερίου στη θέρμανση, με υπερδιπλασιασμό της χρήσης του στον κτιριακό τομέα.
- Την εξοικονόμηση της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά 33% σε σχέση με την πρόβλεψη εξέλιξης όπως είχε εκτιμηθεί το 2007, στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών ενεργειακών πολιτικών. Αυτό μεταφράζεται σε κεντρικό στόχο ανακαίνισης και αντικατάστασης του 10% των κτιρίων κατοικίας μέχρι το 2030 με νέα σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. Σε ετήσιο επίπεδο στόχος είναι τουλάχιστον 40000 κατοικίες να αναβαθμίζονται ενεργειακά ή και να αντικαθίστανται από νέες ενεργειακά αποδοτικότερες.
- Την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, με ενίσχυση των πολιτικών που υπάρχουν ήδη, ενεργητικό δημόσιο έλεγχο των ενεργειακών υποδομών και φυσικά επιπρόσθετα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η πρόσβαση όλων των πολιτών, ειδικά των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, στην ενέργεια, όπως στοχευμένες δράσεις για ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών ευάλωτων νοικοκυριών.
Οι φιλόδοξοι ενεργειακοί και περιβαλλοντικοί στόχοι που προβλέπει το ΕΣΕΚ για το 2030, προδιαγράφουν ένα ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων που εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν τα 35 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην επέκταση των δημόσιων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας στην πλειοψηφία των νησιών που είναι σήμερα μη διασυνδεδεμένα, καθώς και στη βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών, πρωτίστως μέσω των ΑΠΕ, και τον εξηλεκτρισμό περισσότερων κλάδων της οικονομίας (όπως των μεταφορών και της ψύξης-θέρμανσης κτηρίων).