Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει την επόμενη εβδομάδα πρόταση για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Το εγχειρίδιο κανόνων έχει επικριθεί ότι είναι πολύ αδιαφανές, ότι είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί και ότι δεν εφαρμόζεται σωστά. Σε κάθε περίπτωση οι αλλαγές των όρων του παιχνιδιού θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού του δημοσίου και στις αγορές ομολόγων της περιοχής.
Όπως έχει δηλώσει ο Πάολο Τζεντιλόνι, Επίτροπος Οικονομικών, η απλούστευση, η ισχυρότερη εθνική ιδιοκτησία και η πιο αποτελεσματική «επιβολή» θα είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά ενός βελτιωμένου πλαισίου, με γενικό στόχο τη στήριξη της βιωσιμότητας του χρέους και της ανάπτυξης.
Κακά τα ψέματα, οι δημοσιονομικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης ήταν πάντα ένα σημείο αιχμής πυροδοτώντας το διχασμό μεταξύ τους.
Ωστόσο, η πανδημία Covid-19 έφερε γενικότερες οικονομικές εντάσεις σε ολόκληρη την περιοχή, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν σημαντικά περισσότερα για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, κάτι που μεταφράστηκε σε υψηλότερα δημόσια χρέη σε ολόκληρο το μπλοκ. Το γεγονός ότι όλοι αντιμετώπιζαν αυτήν την πρόκληση ενίσχυσε την αντίληψη ότι έπρεπε να «ενημερώσουν» το βιβλίο δημοσιονομικών κανόνων.
Ως εκ τούτου, η κύρια ιδέα στην αναθεώρηση των κανόνων, τώρα, είναι να βοηθηθούν τα κράτη του ευρώ να διορθώσουν τα επίπεδα χρέους τους. Στο τέλος του δεύτερου τριμήνου, το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στο 94,2% του ΑΕΠ σε ολόκληρη την περιοχή των 19 κρατών μελών. Εκτινάχθηκε από 86% στο τέλος του πρώτου τριμήνου το 2020 σε 99,6% στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021 λόγω του υψηλότερου κόστους που σχετίζεται με την πανδημία.
Η ανάγκη διόρθωσης των δημοσιονομικών στάσεων γίνεται όλο και πιο σημαντική σε μια περίοδο πολέμου επί ευρωπαϊκού εδάφους, ενεργειακής κρίσης και σοβαρών πιέσεων ως προς το κόστος ζωής.
Το εγχειρίδιο των κανόνων ορίζει ότι τα έθνη δεν πρέπει να έχουν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους. Αυτό το σημείο αναφοράς δεν αλλάζει, όπως τονίζεται αρμοδίως. Αλλά, είναι, φυσικά, πιο δύσκολο πχ, για την Ελλάδα και την Ιταλία να συμμορφωθούν με αυτό το όριο, δεδομένου ότι οι δείκτες χρέους τους βρίσκονται πάνω από 150%. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας ήταν λίγο κάτω από το 70% του ΑΕΠ της στο τέλος του 2021.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο είναι να ζητηθεί από την Επιτροπή να διεξάγει ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους για κάθε χώρα και στη συνέχεια να σχεδιάσει ένα σύνολο ενεργειών για να βοηθήσει κάθε χώρα να διορθώσει τη δημοσιονομική της θέση. Θα είχαν ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα για να το κάνουν με ορόσημα που πρέπει να επιτύχουν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Τα κράτη-μέλη θα έχουν λόγο στην προετοιμασία αυτής της σειράς δράσεων.
Ωστόσο, το ερώτημα που θα έχουν ορισμένες πρωτεύουσες σχετικά με το νέο σχέδιο είναι πώς θα το εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θα υπάρξει διαφάνεια και συνέπεια ή θα έχουμε φαινόμενα διακριτικής μεταχείρισης για κάποιους από Επιτροπή και Συμβούλιο; Αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσει η αναθεώρηση.
Οι παράγοντες της αγοράς, στο μεταξύ, θα προσέχουν τις λεπτομέρειες και πώς θα εξελιχθούν οι συζητήσεις τους επόμενους μήνες. «Η επιβάρυνση των τόκων για τους δείκτες μεγάλου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Επομένως, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν απλούστεροι αλλά αξιόπιστοι κανόνες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, ενώ παράλληλα θα διαχειρίζονται μεσοπρόθεσμες προκλήσεις των ευρωπαϊκών οικονομιών - δημογραφικά στοιχεία, ενέργεια και πράσινες μεταβάσεις», δήλωσε ο Φρανσουά Καμπό, οικονομολόγος της ευρωζώνης στην AXA Investment Managers.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος όταν αξιοποιούν τις αγορές καθώς τα επιτόκια ομαλοποιούνται. Αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται στην ευρωζώνη την τελευταία δεκαετία.
Σε ένα βέλτιστο σενάριο, πάντως, οι δημοσιονομικοί κανόνες θα αλλάξουν από το 2024 και μετά. Αρκετοί υπογραμμίζουν πως πρέπει να υπάρξει συμφωνία πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές της ΕΕ του 2024 και ως εκ τούτου προτού η πολιτική συζήτηση επικεντρωθεί σε αυτήν την ψηφοφορία.