Στην εκτόξευση των εισαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος και σε υψηλές τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, η έκτακτη εισφορά στο φυσικό αέριο ηλεκτροπαραγωγής, μία επιβάρυνση που υπολογίζεται σε κάτι λιγότερο από 20 ευρώ/MWh, ακόμα και μετά την τελευταία ρύθμιση.
Οι εγχώριες μονάδες υπολειτουργούν, με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής ηλεκτρισμού να έχει πληγεί, σε βαθμό που η χώρα να έχει μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα ενέργειας για πάνω από το 20% των αναγκών της.
Η έκτακτη εισφορά ύψους 10 ευρώ/MWh επιβλήθηκε τον Νοέμβριο 2022 στο φυσικό αέριο ηλεκτροπαραγωγής. Με νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή μετετράπη σε ποσοστό 5% επί της τιμής του φυσικού αερίου TTF, όμως η έξτρα αυτή χρέωση εξακολουθεί να παράγει περίπου τα ίδια αποτελέσματα. Επιπλέον μονάδες που υπολειτουργούν αναγκάζονται να πληρώνουν ρήτρες take or pay για αέριο που είχαν συμβολαιοποιήσει αλλά τελικώς δεν χρησιμοποίησαν, πράγμα που επίσης αυξάνουν το κόστος.
Από τις μεγαλύτερες παρενέργειες του μέτρου είναι ο κατακλυσμός της ελληνικής αγοράς από εισαγωγές. Και τούτο γιατί η αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού συστήματος επιβάλλει την αυτόματη ροή του ηλεκτρισμού από τις φθηνότερες στις ακριβότερες αγορές. Η εγχώρια χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, με τις υψηλές τιμές της, που εν μέρει οφείλονται στην έκτακτη εισφορά, προσελκύει συνεχώς φορτία από το εξωτερικό και μειώνει την παραγωγή.
Το μερίδιο των εισαγωγών ηλεκτρισμού στο ελληνικό σύστημα από 8% κατά μέσον όρο τον Ιανουάριο 2022 εκτινάχτηκε στο 29% τον Ιανουάριο του 2023, το Φεβρουάριο έφθασε στο 18%, τον Μάρτιο στο 19% και τον Απρίλιο στο 15%. Οσο για την παραγωγή από φυσικό αέριο, από μερίδιο ηλεκτροπαραγωγής στο εγχώριο μείγμα 39% κατά μέσον όρο το 2022 υποχώρησε στο 20%, τον Φεβρουάριο του 2023, στο 24%, τον Μάρτιο και στο 23% και τον Απρίλιο στο 23%.
Η επιβολή της έκτακτης εισφοράς - μέτρο που δεν ισχύει σε άλλες χώρες-έχει οδηγήσει σε υποχρησιμοποίηση του εγχώριων μονάδων φυσικού αερίου και κατ επέκταση σε υποκατανάλωση αερίου. Aυτό με τη σειρά του ενεργοποίησε τις ρήτρες take or pay, που περιέχουν τα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου των ηλεκτροπαραγωγών αυξάνοντας επιπλέον τις δαπάνες τους. Η περιορισμένη χρήση αερίου έχει επιπτώσεις ακόμα και στα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, αφού η εξίσωση για τον υπολογισμό του εσόδου λαμβάνει υπόψη της και την ποσότητα της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο.
Επίσης, η υπολειτουργία των μονάδων ανέτρεψε και τον προγραμματισμό των εισαγωγέων αερίου, αφού ακυρώθηκαν φορτία υγροποημένου αερίου (LNG) με οικονομική ζημιά για τον εισαγωγέα.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να είχε συνέπειες ακόμα και στο περιβάλλον, δίνοντας κίνητρο σε λιγότερο σύγχρονες και αποδοτικές μονάδες αερίου του εξωτερικού, που παράγουν περισσότερο CO2, να λειτουργήσουν για εξαγωγή ηλεκτρισμού στη χώρα.
Οσο θα συνεχίζονται οι στρευλώσεις επί των τιμών, τόσο η ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρισμού θα παραμένει ανάμεσα στις ακριβότερες της Ευρώπης με κίνδυνο να μετατραπεί σε μία καθαρά εισαγωγική αγορά, με υποεπενδύσεις στην παραγωγή - τουλάχιστον τη συμβατική- και εξάρτηση της ασφάλειας εφοδιασμού από τρίτους.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η μέση τιμή στην Αγορά Επόμενης Ημέρας σήμερα είναι όχι οπλώς η υψηλότερη της Ευρώπης, στα 146,37 ευρώ/MWh (+ 80,7% σε σχέση με χθες) αλλά και με πολύ μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες. Μόνον τέσσερις ακόμα χώρες έχουν τιμή άνω των 100 ευρώ/MWh, εκ των οποίων η ακριβότερη είναι η Ιταλία με 132,27 ευρώ/MWh. Στη γειτονική Βουλγαρία η μέση τιμή σήμερα είναι 98,59 ευρώ, όσο περίπου στη Γαλλία και τη Γερμανία.