Μέχρι να ξεκαθαρίσουν οι πολιτικοί της ΕΕ ότι οι ΑΠΕ είναι μονόδρομος και να εστιάσουν εκεί τις όλες προσπάθειές τους, θα πρέπει να ξεπεραστεί η παρούσα ενεργειακή κρίση, η οποία εν πολλοίς είναι τεχνητή. Υπό την έννοια ότι το κύριο πρόβλημα που έχει προκύψει με το φυσικό αέριο λόγω της γεωπολιτικής κρίσης, είναι μάλλον ρυθμιστικό (βλ. προηγούμενο άρθρο) και όχι θέμα που σχετίζεται με τις υποδομές. Η Ευρώπη πρέπει να δώσει άμεσα λύση και να μην αφήνεται να σέρνεται μια κατάσταση που οδηγεί σε αδιέξοδα, ίσως χωρίς λόγο.
Αναμφισβήτητα, δεν πρέπει να χάνουμε το στόχο, ενός πιο πράσινου μέλλοντος. Ελπιδοφόρα εξέλιξη, κυριολεκτικά, η προκαταρκτική συμφωνία η οποία στις 14 Δεκεμβρίου 2022, ολοκληρώθηκε μεταξύ του Ευρωκοινοβουλίου και των κρατών-μελών αναφορικά με την ένταξη των έκτακτων μέτρων του REPower EU στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης. Ειδικότερα, οι επιτροπές προϋπολογισμού και οικονομικών θεμάτων του Ε.Κ. έφτασαν σε συμφωνία με την οποία προβλέπεται ότι τα κράτη-μέλη θα μπορούν να αιτούνται περισσότερα χρήματα για τα σχέδια ανάκαμψης εφόσον αφορούν την εξοικονόμηση ενέργειας, την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και τις ΑΠΕ, με βάση τα προβλεπόμενα στο REPower EU. Εξασφαλίστηκε ότι από τα 20 δισ. ευρώ πρόσθετων χρηματοδοτήσεων που πρότεινε η Κομισιόν, τα 8 δισ. θα προέλθουν από την πρωτύτερη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2, ενώ άλλα 12 δισ. από το ταμείο καινοτομίας. Τα 20 δισ. θα διανεμηθούν στα κράτη-μέλη αναλόγως του βαθμού εξάρτησής τους και του μεριδίου των ορυκτών καυσίμων στο μείγμα παραγωγής. Επίσης, θα υπάρξει ευελιξία όσον αφορά αδιάθετους πόρους από τον κύκλο 2014-2020. Τονίζεται ότι τουλάχιστον το 30% των χρηματοδοτήσεων θα πρέπει να κατευθυνθεί προς έργα με διασυνοριακό χαρακτήρα.
Πρόσφατη, δημοσιευμένη και έγκυρη έρευνα 15 Πανεπιστημίων από όλο τον κόσμο, έχει επικεντρωθεί στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που σχετίζονται με τη συμφόρηση του δικτύου, τις ρεαλιστικές δυνατότητες αποθήκευσης ενέργειας, τη σύζευξη τομέων, τις προοπτικές εξηλεκτρισμού των μεταφορών και της βιομηχανίας και έχει συμπεριλάβει ακόμη και την ανάπτυξη τεχνολογιών απομάκρυνσης του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα (CDR). Το αποτέλεσμα είναι ένα ολιστικό όραμα για τη μετάβαση σε μια οικονομία με καθαρές αρνητικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ικανή να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5°C, με σαφώς καθορισμένο προϋπολογισμό άνθρακα με βιώσιμο και οικονομικά αποδοτικό τρόπο, βασισμένο σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Όσον αφορά το σκεπτικισμό απέναντι σε τέτοια συμπεράσματα, πρέπει να πούμε πως ήταν και παραμένει έντονος, είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω οικονομικών συμφερόντων, γεγονός που οδήγησε τους συντάκτες της μελέτης να συμπεριλάβουν απαντήσεις στις κύριες επικρίσεις κατά των συστημάτων 100% ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αναλύεται, επίσης, η θεσμική αδράνεια που τείνει να εμποδίζει την υιοθέτηση από θεσμούς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ή η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), καθώς και οι πιθανές αρνητικές συσχετίσεις όσον αφορά την αποδοχή από τις κοινότητες και την ενεργειακή δικαιοσύνη. Άρα, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε, σε πρώτη φάση, «αειφόρες» ενέργειες όπως το φυσικό αέριο ή η πυρηνική ενέργεια, που όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι καθόλου αειφόρες, όσο κι αν το φυσικό αέριο πωλείται ως «φυσικό» ή όσο κι αν το πυρηνικό λόμπι απορρίπτει τις ανησυχίες για την ατομική ενέργεια. Από εκεί και πέρα, είναι εφικτό να βάλουμε τέλος στην καύση υλικών, αξιοποιώντας την ενέργεια που παράγεται από τον ήλιο και τον άνεμο και αυτό δεν χρειάζεται να συνεπάγεται θυσίες, παρά μόνο επενδύσεις που, οικονομικά, θα είναι απολύτως δικαιολογημένες.