Η ανεξέλεγκτη διείσδυση των ΑΠΕ και ειδικά των φωτοβολταϊκών με τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί, όπως ο “κανιβαλισμός της αγοράς” με τις αρνητικές και μηδενικές τιμές και τις εξαγωγές ηλεκτρισμού επί ζημία, τις οποίες επιδοτεί ο ‘Ελληνας καταναλωτής, τέθηκε επί τάπητος χθες σε ημερίδα που διοργάνωσε το ΙΕΝΕ. Πλέον εταιρίες και φορείς της αγοράς ηλεκτρισμού ζητούν να μπει φρένο στην είσοδο νέων μονάδων, επισημαίνοντας ότι η αγορά έχει κορεστεί, καθώς ήδη οι ΑΠΕ με όρους σύνδεσης στα δίκτυα ξεπερνούν τους στόχους του ΕΣΕΚ για το 2030. Και μάλιστα αυτό συμβαίνει, όταν τα στοιχεία για την εξέλιξη της ζήτησης ηλεκτρισμού κάθε άλλο παρά ακολουθούν τις αισιόδοξες προβλέψεις για το 2030, καθώς η εγχώρια κατανάλωση ρεύματος συνεχίζει να μειώνεται, σύμφωνα με τα δεδομένα των πρώτων μηνών του 2024.
Η αγορά οδηγείται στα βράχια δήλωσε χαρακτηριστικά ο Διευθυντής Διαχείρισης Ενέργειας της Elpedison, Ανδρέας Πετροπουλέας, ζητώντας να υπάρξει επανασχεδιασμός με βάση τις πραγματικές ανάγκες και την προσφορά ενέργειας, προκειμένου να αποτραπεί η καταστροφή της αγοράς, της βιομηχανίας αλλά και των επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια. Ακόμα και οι δεκαετείς διμερείς συμβάσεις προμήθειας, τα γνωστά PPAs γίνονται ασύμφορα για τους μεγάλους καταναλωτές, όπως είπε.
Αποκαλυπτικά ήταν τα στοιχεία που παρουσίασε στην ημερίδα: Οι εξαγωγές της πλεονάζουσας φωτοβολταϊκής ενέργειας επιδοτούνται από τον Έλληνα καταναλωτή. Για παράδειγμα στις 25 Μαρτίου οι εξαγωγές ήταν 7.700 MWh με μηδενικό έσοδο, ενώ οι πληρωμές των φωτοβολταϊκών ανήλθαν σε 900.900 ευρώ . Στο διάστημα από την 1η Μαρτίου μέχρι 15 Απριλίου οι εξαγωγές ήταν 72.375 MWh με τιμή κάτω από τα 15 ευρώ/MWh. Έτσι τα έσοδα της αγοράς από τις εξαγωγές δεν ξεπέρασαν τα 290.827 ευρώ, ενώ οι Έλληνες καταναλωτές πλήρωσαν 8.467.875 ευρώ για τις πράσινες MWh που εξήχθησαν στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τον Μάρτιο, η μέση τιμή στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού ήταν 67,54 ευρώ/MWh, ενώ το μέσο capture price (η τιμή αμοιβής των φωτοβολταϊκών τις ώρες που λειτουργούν) ήταν 45,91 ευρώ/MWh. Τις πρώτες 14 ημέρες του Απριλίου, με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια και τη χαμηλή ζήτηση, η μέση τιμή της αγοράς διαμορφώθηκε στα 50,85 ευρώ/MWh και το capture price των φωτοβολταϊκών στα 21,45 ευρώ/MWh.
Ο “κανιβαλισμός της αγοράς” - όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς- , συμβαίνει , όπως εξήγησε ο κ. Πετροπουλέας, όταν οι τιμές πέφτουν απότομα εξ αιτίας της υπερβολικής παραγωγής των φωτοβολταϊκών τις ώρες της μεγαλύτερης ηλιοφάνειας και χαμηλότερης ζήτησης. Εκείνες τις ώρες οι παραγωγοί μπορεί να δουν τα κέρδη τους να εξανεμίζονται.
‘Οσο για τα PPAs, τα χαρακτήρισε βαρύ φορτίο για τους καταναλωτές αφού μια ύφεση μπορεί να μετατρέψει αυτές τις συμβάσεις σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Εφερε ως παράδειγμα ένα δεκαετές PPA ισχύος 100 MW, με capacity factor 16% και τιμή στα 55 ευρώ/MWh. Αν το capture price των φωτοβολταϊκών μειώνεται με ρυθμό 5% για κάθε έτος της σύμβασης, τότε οι απώλειες για τον καταναλωτή που επέλεξε το PPA αντί της προμήθειας ενέργειας από την αγορά μπορεί να ξεπεράσουν τα 18 εκατ. ευρώ στον ορίζοντα της δεκαετίας.
Ας σημειωθεί ότι τις πρώτες 15 ημέρες του Απριλίου το συνολικό πλεόνασμα ενέργειας ήταν 159.494 MWh, ενώ στις 13 Απριλίου το μεσημέρι έφθανε στις 3.500 MWh.
Για το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η αγορά από την πολιτική της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ χωρίς αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης, μίλησε ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων, υπογραμμίζοντας ότι η υπερπροσφορά οδηγεί στη συμπίεση της αμοιβής που ανακτούν οι παραγωγοί της ενέργειας από το Χρηματιστήριο. Πρόσθεσε ότι για να αυξηθεί η κατανάλωση ηλεκτρισμού και να λυθεί το πρόβλημα, η μόνη λύση είναι να σταματήσει η συρρίκνωση της εγχώριας βιομηχανίας, για να αυξηθεί η ζήτηση. Όμως η μέχρι σήμερα πολιτική των Βρυξελλών οδηγεί σε μείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Επιφυλάξεις για το μέλλον της πράσινης ανάπτυξης έτσι όπως εξελίσσεται εκφράζονται πλέον σε όλη την Ευρώπη, καθώς τα φαινόμενα αυτά δεν παρατηρούνται μόνον στην Ελλάδα αλλά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές αγορές. Οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και το υψηλό ενεργειακό κόστος σε σύγκριση με τις χώρες του G-20 (εκτός ΕΕ) για τις επιχειρήσεις αλλά και για τους πολίτες που πληρώνουν τόσο ως καταναλωτές ηλεκτρισμού όσο και ως φορολογούμενοι για επιδοτήσεις και άλλες ενισχύσεις τίθενται ολοένα και συχνότερα στα διάφορα ευρωπαϊκά φόρα.
Το ερώτημα είναι αν οι Βρυξέλλες λαμβάνουν το μήνυμα, αν και πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα ανταποκριθούν.